Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

σπηλαιώδης

См. также в других словарях:

  • σπηλαιώδης — cavern like masc/fem acc pl (attic epic doric) σπηλαιώδης cavern like masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) σπηλαιώδης cavern like masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπηλαιώδης — ες, ΝΜΑ [σπήλαιον] όμοιος με σπήλαιο (α. «σπηλαιώδες όρυγμα» β. «ἐν καταγείῳ οἰκήσει σπηλαιώδει», Πλάτ.) νεοελλ. 1. αυτός που έχει σχέση με σπήλαιο ενός οργάνου («σπηλαιώδεις πνεύμονες») 2. φρ. α) «σπηλαιώδης φωνή» βαθιά, υπόκωφη φωνή σαν να… …   Dictionary of Greek

  • σπηλαιώδει — σπηλαιώδης cavern like masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) σπηλαιώδης cavern like masc/fem/neut dat sg σπηλαιώδεϊ , σπηλαιώδης cavern like dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπηλαιώδη — σπηλαιώδης cavern like neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) σπηλαιώδης cavern like masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) σπηλαιώδης cavern like masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπηλαιῶδες — σπηλαιώδης cavern like masc/fem voc sg σπηλαιώδης cavern like neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπηλαιώδεις — σπηλαιώδης cavern like masc/fem acc pl σπηλαιώδης cavern like masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπηλαιώδους — σπηλαιώδης cavern like masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

  • θύρωμα — το (Α θύρωμα) [θυρώ] το πλαίσιο θύρας ή παραθύρου, το περβάζι, το κούφωμα νεοελλ. τα ανοίγματα που αφήνονται στην οικοδομή και χρησιμοποιούνται για εντοίχιση τών θυρών αρχ. 1. επιφάνεια μαρμάρινη ή πλαισιωμένη από τοίχο ή ξύλο την οποία… …   Dictionary of Greek

  • κητώεις — κητώεις, εσσα, εν (Α) 1. (ομηρικό επίθ. τής Λακεδαίμονος) ο γεμάτος κοιλότητες, χαράδρες, σπηλιές («οἵ δ εἶχον κοίλην Λακεδαίμονα κητώεσσαν», Ομ. Ιλ.) 2. (για τον Δούρειο Ίππο) σπηλαιώδης, κοίλος, κούφιος 3. πελώριος, τεράστιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης …   Dictionary of Greek

  • πλουτώνιος — ια, ιο, και πλουτώνείος, εια, ειο / πλουτώνιος, ία, ον και πλουτώνείος, εία, ειον, ΝΜΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Πλούτωνα νεοελλ. 1. αυτός που συντελείται στα έγκατα τής γης, ενδογήινος 2. ο αναφερόμενος στον πλουτωνισμό 3. το ουδ. ως… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»