-
1 σπηλαιώδης
σπηλαιώδηςcavern-like: masc /fem acc pl (attic epic doric)σπηλαιώδηςcavern-like: masc /fem nom /voc pl (doric aeolic)σπηλαιώδηςcavern-like: masc /fem nom sg -
2 σπηλαιωδης
-
3 σπηλαιώδης
σπηλαιώδης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπηλαιώδης
-
4 σπηλαιώδης
ης, ωδές1) пещерообразный; 2) перен. приглушённый, глуховатый (о звуке); 3) мед. кавернозный -
5 σπηλαιωδης
mağara gibi -
6 σπηλαιώδης
caverneux -
7 σπηλαιώδει
σπηλαιώδηςcavern-like: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (attic epic)σπηλαιώδηςcavern-like: masc /fem /neut dat sgσπηλαιώδεϊ, σπηλαιώδηςcavern-like: dat sg (epic) -
8 σπηλαιώδη
σπηλαιώδηςcavern-like: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)σπηλαιώδηςcavern-like: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)σπηλαιώδηςcavern-like: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
9 σπηλαιώδεις
σπηλαιώδηςcavern-like: masc /fem acc plσπηλαιώδηςcavern-like: masc /fem nom /voc pl (attic epic) -
10 σπηλαιώδους
σπηλαιώδηςcavern-like: masc /fem /neut gen sg (attic epic doric) -
11 σπηλαιώδες
-
12 σπηλαιῶδες
-
13 σπηλ-ώδης
σπηλ-ώδης, ες, = σπηλαιώδης, Schol. Ap. Rh. 2, 356.
-
14 пещеристый
анат. σπηλαιώδης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пещеристый
-
15 ткань
1. (текст., тех.) το ύφασμαцветная - χρωματιστό -, το εμπριμέ (ξεν.)2. биол. о ιστόςжировая - λιπώδης/στεατώδης -пещеристая - анат. σπηλαιώδης -эпителиальная - анат. см. эпителийРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ткань
-
16 замогильный
замогильныйприл:\замогильный голос разг ἡ ὑπόκωφη (или ἡ σπηλαιώδης) φωνή. -
17 cavernous
adjective (huge and hollow: a cavernous hole.) σπηλαιώδης -
18 замогильный
επ.1. παλ. • μεταθανάτιος, μετακόσμιος•-ая жизнь μεταθανάτια ζωή.
2. (για φωνή) υπόκωφος, σπηλαιώδης. -
19 кавернозный
επ.σπηλαιώδης• με κοιλότητες•-ое лёгкое σπηλαιώδες πνευμόνι.
-
20 пещерный
επ.της σπηλιάς. || σπηλαιόβιος. || σπηλαιώδης.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σπηλαιώδης — cavern like masc/fem acc pl (attic epic doric) σπηλαιώδης cavern like masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) σπηλαιώδης cavern like masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπηλαιώδης — ες, ΝΜΑ [σπήλαιον] όμοιος με σπήλαιο (α. «σπηλαιώδες όρυγμα» β. «ἐν καταγείῳ οἰκήσει σπηλαιώδει», Πλάτ.) νεοελλ. 1. αυτός που έχει σχέση με σπήλαιο ενός οργάνου («σπηλαιώδεις πνεύμονες») 2. φρ. α) «σπηλαιώδης φωνή» βαθιά, υπόκωφη φωνή σαν να… … Dictionary of Greek
σπηλαιώδει — σπηλαιώδης cavern like masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) σπηλαιώδης cavern like masc/fem/neut dat sg σπηλαιώδεϊ , σπηλαιώδης cavern like dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπηλαιώδη — σπηλαιώδης cavern like neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) σπηλαιώδης cavern like masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) σπηλαιώδης cavern like masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπηλαιῶδες — σπηλαιώδης cavern like masc/fem voc sg σπηλαιώδης cavern like neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπηλαιώδεις — σπηλαιώδης cavern like masc/fem acc pl σπηλαιώδης cavern like masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπηλαιώδους — σπηλαιώδης cavern like masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
θύρωμα — το (Α θύρωμα) [θυρώ] το πλαίσιο θύρας ή παραθύρου, το περβάζι, το κούφωμα νεοελλ. τα ανοίγματα που αφήνονται στην οικοδομή και χρησιμοποιούνται για εντοίχιση τών θυρών αρχ. 1. επιφάνεια μαρμάρινη ή πλαισιωμένη από τοίχο ή ξύλο την οποία… … Dictionary of Greek
κητώεις — κητώεις, εσσα, εν (Α) 1. (ομηρικό επίθ. τής Λακεδαίμονος) ο γεμάτος κοιλότητες, χαράδρες, σπηλιές («οἵ δ εἶχον κοίλην Λακεδαίμονα κητώεσσαν», Ομ. Ιλ.) 2. (για τον Δούρειο Ίππο) σπηλαιώδης, κοίλος, κούφιος 3. πελώριος, τεράστιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης … Dictionary of Greek
πλουτώνιος — ια, ιο, και πλουτώνείος, εια, ειο / πλουτώνιος, ία, ον και πλουτώνείος, εία, ειον, ΝΜΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Πλούτωνα νεοελλ. 1. αυτός που συντελείται στα έγκατα τής γης, ενδογήινος 2. ο αναφερόμενος στον πλουτωνισμό 3. το ουδ. ως… … Dictionary of Greek