Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

σπεύσατε

См. также в других словарях:

  • σπεύσατε — σπεύδω set going aor imperat act 2nd pl σπεύδω set going aor ind act 2nd pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπεύσαθ' — σπεύσατο , σπεύδω set going aor ind mid 3rd sg (epic ionic) σπεύσατε , σπεύδω set going aor imperat act 2nd pl σπεύσατε , σπεύδω set going aor ind act 2nd pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατηφών — κατηφών, όνος, ὁ (Α) 1. ο πρόξενος λύπης ή ντροπής, αυτός που προξενεί στενοχώρια («σπεύσατέ μοι, κακὰ τέκνα κατηφόνες», Ομ. Ιλ.) 2. στον πληθ. οἱ κατηφόντες α) (κατὰ τον Ησύχ.) «καταίσχυντοι, κατηφείας ἄξια πράττοντες» β) (κατά το λεξ. Σούδα)… …   Dictionary of Greek

  • σπεύδω — ΝΜΑ 1. κινούμαι γρήγορα προς μια κατεύθυνση (α. «μόλις τόν είδε, έσπευσε να τόν προϋπαντήσει» β. «μὴ εἶναι ἔνθα πάλαι σπεύδομεν», Ξεν. γ. «... ἔλαφος... διὰ δρυμὰ πυκνὰ καὶ ὕλην σπεύδουσ ἱδρώουσα», Ομ. Ιλ.) 2. είμαι έτοιμος ψυχικά,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»