-
1 ἐπ-αγγέλλω
ἐπ-αγγέλλω, ankündigen, 1) anzeigen, bekannt machen; εἴσω Od. 4, 775; Her. 3, 36 u. A.; bes. von Staatswegen öffentlich bekannt machen, μὴ ἐπηγγέλϑαι πω τὰς σπονδὰς ἐς Λακεδαίμονα Thuc. 5, 49, vgl. 8, 10; πόλεμον, Krieg ankündigen, Plat. Legg. III, 702 d. – 2) eine Leistung bekannt machen, den Befehl wozu ergehen lassen; στρατιὰν ἐς τοὺς συμμάχους, ein Heer zu stellen, Thuc. 7, 17; κατὰ πόλεις τεσσαράκοντα νεῶν πλῆϑος 3, 16, wie imperare; λέγειν Lys. 2, 1; mit acc. c. inf., ἐπαγγείλας τοὺς Λακεδαιμονίους παρεῖναι Her. 1, 77; τινὶ στρατεύειν Xen. Cyr. 4, 4, 11; Dem. 59, 101; ἐπαγγελλέτω ὁ δήμαρχος τοῖς προςήκουσιν (αὐτοὺς) ἀναιρεῖν 43, 57. So auch Sp., bes. Hdn. Auch im med., ᾔδη σ' ἀποῤῥίψουσαν ἃ 'πηγγελλόμην Soph. El. 1018; ἐπηγγέλλετο ἑτοιμάζειν στρατιήν Her. 7, 1; ὅπως, 5, 98; ὅτι χρὴ δρᾶν Plat. Legg. XI, 915 a, vgl. Gorg. 458 d. – Dah. fordern, Ar. Lys. 1049, τινί, von Einem, Xen. Cyr. 8, 4, 33. Auch erbitten, Dion. Hal. 5, 65, wie das med. bei Dem. 19, 193. – 31 in attischer Gerichtssprache, eine δοκιμασία ankündigen (s. ἐπαγγελία), τῇ βουλῇ Andoc. 1, 15; auch = den Beklagten auffordern, sich einen neuen Termin anberaumen zu lassen, Dem. 58, 43. – 4) ankündigen, verheißen, versprechen; ξείνοις δεῖπνα Pind. P. 4, 31; ϑεοῖς εὐχάς Aesch. Ch. 211. Gew. im med. (Thom. Mag. bemerkt ἐπαγγέλλω ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ μὲν τὸ αἰτῶ, σπανίως δὲ τὸ ὑπισχνοῦμαι· ἐπαγγέλλομαι δὲ ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ μὲν τὸ ὑπισχνοῠμαι, σπανίως δὲ καὶ τὸ αἰτῶ), eigtl. von sich aussagen, daß man Etwas thun könne od. wolle, Eur. Med. 721; πόλεων ἐπαγγελλομένων καὶ αὐτῶν συμπολεμεῖν Thuc. 6, 88; ὥστε βοηϑεῖν 8, 86; τεϑνάναι Xen. An. 7, 1, 33; διδάσκειν Isocr. 1, 19; οἷοί τε εἶναι ποιῆσαι καλόν Plat. Lach. 186 c; bes. von Sophisten, die Etwas zu lehren versprechen, wie profiteri, Etwas als sein Fach, das, worin man unterrichtet, angeben, z. B. ἀρετήν Xen. Mem. 1, 2, 7; τί ἐστιν ὃ ἐπαγγέλλεται καὶ διδάσκει Plat. Gorg. 447 c; Arist. Eth. 10, 10 u. Sp. Im Ggstz von ὑπισχνέομαι ist es = unaufgefordert versprechen, sich zu einer Leistung anheischig machen. – Bei Sp. erst von leblosen Dingen, wie Alciphr. 1, 10 ἄνεμοι τὸ πέλαγος κινήσειν ἐπαγγελλόμενοι.
-
2 σπάνιος
σπάνιος, wie σπανός, selten, wenig, dürstig; μέρος, Eur. Alc. 477; ϑήρευμα, I. A. 1162, u. öfter; οὐδὲν ἐγίνετο πλοίων σπανιώτερον, Her. 8, 25; Thuc. 1, 33 u. öfter; τὸ γὰρ σπάνιον τίμιον, Plat. Euthyd. 304 b; οἴει τι σπανιώτερον εἶναι, ἤ –, Phaed. 90 a; ὁ νομοϑέτης σπανιώτατος ἐν ἀνϑρώποις γίγνεται, Crat. 389 a; oft bei Xen., z. B. σπάνιος ἰδεῖν Cyr. 7, 5, 46; γέρας, Antiphil. 8 (VI, 252); S. Emp. oft. – Adv. σπανίως, Xen. Ag. 9, 1; auch σπανίᾳ, Plat. Phaedr. 256 c.
-
3 ἅρμα
ἅρμα (ἄρω), τό, 1) Wagen, bei Hom. Streitwagen, zweirädrig, von Pferden gezogen; oft auch plur. für sing., z. B.ll. 4, 366; pleon. ἁρμάτων ὄχοι Eur. Phoen. 1197. Auch das Gespann, z. B. ἅρματος τροφεύς Plat. Legg. VIII, 834 b; τέϑριππον, τέτρωρον Pind.; Eur. ἅρματα τρέφειν, Pferde zum Wagenrennen halten; ἅρμα ἐλαύνειν Ar. Nub. 70; Plat. Phaedr. 246 e; ζευγνύναι Tim. 22 c. Auch bei Xen. ist ἅρμα Streitwagen, Cyr. 3, 3, 60 u. öfter; δρεπανηφόρον, Sichelwagen. – 2) eine Berggegend in Attika, wo man auf weissagende Blitze wartete; dah. δι' ἅρματος, sprichwörtl. von spät, nach langem Warten erfolgenden Dingen, Strab.; καὶ σπανίως, ἑστιᾶν, Plut. Quaest. Symp. 5, 5.
См. также в других словарях:
σπανίως — ΝΜΑ, και σπάνια Ν βλ. σπάνιος … Dictionary of Greek
σπανίως — σπάνιος rare adverbial σπάνιος rare masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
σπάνιος — α, ο / σπάνιος, ον, ΝΜΑ [σπάνις] 1. αυτός που βρίσκεται σε μικρή ποσότητα, λιγοστός («τὰς δὲ ἄρκτους ἐούσας σπανίας», Ηρόδ.) 2. αυτός που συμβαίνει σπάνια νεοελλ. 1. εκλεκτός, ξεχωριστός («έχει σπάνια χαρίσματα») 2. πολύτιμος, ανεκτίμητος (α.… … Dictionary of Greek
καν — I (Kan). Ποταμός (629 χλμ.) της Ρωσίας, παραπόταμος του Γενισέι. Πηγάζει από τις βόρειες πλαγιές του Ανατολικού Σαγιάν (Κάνσκοε Μπελογκόριε) και κατά τη ροή του διασχίζει τη μεγάλη κοιλάδα της ομώνυμης δασοστέπας και την οροσειρά Γενισέι. Έχει… … Dictionary of Greek
πότερος — έρα, ον, και ιων. τ. κότερος, η, ον, Α Ι. (ερωτ. αντων.) σε ευθείες και πλάγιες ερωτήσεις) 1. ποιος από τους δύο; (α. «οὐκ ἀν γνοίης ποτέροισι μετείη», Ομ. Ιλ. β. «κότερα τούτων αἱρετώτερά ἐστι»; Ηρόδ. γ. «ἐρωτώσης τῆς μητρός, πότερος καλλίων… … Dictionary of Greek
-ισμός — (ΑΜ ισμός) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. μός, η οποία σχηματίζει μεταρρηματικά παρ. (πρβλ. πνιγ μός < πνίγ ω, συρ μός < σύρ ω) από το θ. σε ισ τού αορ. τών ρ. σε ίζω (πρβλ. εξ ε φόβ ισ α < εκ φοβ ισ μός, χώρ ισ α > χωρ ισ μός). Η κατάλ … Dictionary of Greek
-κτόνος — (AM κτόνος) β συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. κτείνω και που δηλώνει τον φονέα αυτού που σημαίνει το α συνθετικό (πρβλ. αδελφοκτόνος, πατροκτόνος). Σπανίως απαντά ως προπαροξύτονο με παθ. σημ. (ταυρόκτονος «αυτός που σκοτώθηκε από… … Dictionary of Greek
-κόπι — β συνθετικό παρασύνθετων ονομάτων από ρ. σε κοπώ* (πρβλ. ιδρο κόπι < ιδρο κοπώ) ή από ουσ. σε κόπος* ή, σπανίως, σε κοπή (πρβλ. βωλο κόπι < βωλο κόπος, γιδο κόπι < γιδο κοπή). Τα μεταρρηματικά παρ. δηλώνουν τη ρηματική ενέργεια τού… … Dictionary of Greek
άνδρας — και άντρας, ο (Α ἀνήρ) 1. αρσενικός άνθρωπος (σ’ αντίθεση με τη γυναίκα) 2. ομόκλινος, σύζυγος 3. ανδρείος, γενναίος, παληκάρι 4. αυτός που μπήκε στην αντρική ηλικία, ενήλικος, ώριμος 5. στρατιώτης, οπλίτης 6. φρ. «κατ’ ἄνδρα», ένας ένας με τη… … Dictionary of Greek
άρταμος — ἄρταμος, ο (Α) 1. αυτός που κόβει σε κανονικά κομμάτια, ο μάγειρος ή ο χασάπης 2. μτφ. ο φονιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σπανίως χρησιμοποιούμενη λέξη. Σύμφωνα με την ερμηνεία της λ. στον Ευστάθιο («ο εις άρτια τέμνων»), η λ. θα μπορούσε να… … Dictionary of Greek