-
1 изредка
изредканареч πότε-πότε, κάπου-κάπου, Μΐάνια, σπανίως, ἀραιά. -
2 нерецко
нерецк||онареч ὄχι σπανίως, συχνά. -
3 редко
редконареч1. (не густо) ἀραιά [-ῶς]·2. (не часто) σπάνια, σπανίως:очень \редко πολύ σπάνια· она бывает у нас очень \редко (αυτή) μάς ἐπισκέπτεται πολύ σπάνια· ◊ \редко да метко погов. σπάνια ἀλλα πετυχημένα -
4 Desultorily
adv.P. σπανίως.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Desultorily
-
5 Fitfully
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Fitfully
-
6 Frugally
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Frugally
-
7 Infrequently
adv.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Infrequently
-
8 Intermittently
adv.Occasionally: P. σπανίως.In a scattered way: P. σποράδην.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Intermittently
-
9 Meagrely
adv.Scantily: P. σπανίως.Deficiently: P. ἐνδεῶς.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Meagrely
-
10 Occasionally
adv.Sometimes: P. and V. ἐνίοτε, P. ἔστιν ὅτε, V. ἔσθʼ ὅτε.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Occasionally
-
11 Penuriously
adv.P. γλισχρῶς, φειδωλῶς.Scantily: P. σπανίως.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Penuriously
-
12 Rarely
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Rarely
-
13 Scantily
adv.P. σπανίως.Deficiently: P. ἐνδεῶς.Here and there: P. σποράδην.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Scantily
-
14 Seldom
adv.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Seldom
-
15 Slenderly
adv.Scantily: P. σπανίως.Deficiently: P. ἐνδεῶς.In a small way: P. βραχέως.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Slenderly
-
16 Sparely
adv.Scantily: P. σπανίως.Frugally: P. φειδωλῶς.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Sparely
-
17 Sparingly
adv.P. φειδωλῶς.Scantily: P. σπανίως.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Sparingly
-
18 Sparsely
adv.P. σπανίως.Here and there: P. σποράδην.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Sparsely
-
19 Thinly
adv.Scantily: P. σπανίως.Here and there: P. σποράδην.Thinly inhabited, adj.: P. ὀλιγάνθρωπος (Xen.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Thinly
-
20 Thriftily
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Thriftily
См. также в других словарях:
σπανίως — ΝΜΑ, και σπάνια Ν βλ. σπάνιος … Dictionary of Greek
σπανίως — σπάνιος rare adverbial σπάνιος rare masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
σπάνιος — α, ο / σπάνιος, ον, ΝΜΑ [σπάνις] 1. αυτός που βρίσκεται σε μικρή ποσότητα, λιγοστός («τὰς δὲ ἄρκτους ἐούσας σπανίας», Ηρόδ.) 2. αυτός που συμβαίνει σπάνια νεοελλ. 1. εκλεκτός, ξεχωριστός («έχει σπάνια χαρίσματα») 2. πολύτιμος, ανεκτίμητος (α.… … Dictionary of Greek
καν — I (Kan). Ποταμός (629 χλμ.) της Ρωσίας, παραπόταμος του Γενισέι. Πηγάζει από τις βόρειες πλαγιές του Ανατολικού Σαγιάν (Κάνσκοε Μπελογκόριε) και κατά τη ροή του διασχίζει τη μεγάλη κοιλάδα της ομώνυμης δασοστέπας και την οροσειρά Γενισέι. Έχει… … Dictionary of Greek
πότερος — έρα, ον, και ιων. τ. κότερος, η, ον, Α Ι. (ερωτ. αντων.) σε ευθείες και πλάγιες ερωτήσεις) 1. ποιος από τους δύο; (α. «οὐκ ἀν γνοίης ποτέροισι μετείη», Ομ. Ιλ. β. «κότερα τούτων αἱρετώτερά ἐστι»; Ηρόδ. γ. «ἐρωτώσης τῆς μητρός, πότερος καλλίων… … Dictionary of Greek
-ισμός — (ΑΜ ισμός) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. μός, η οποία σχηματίζει μεταρρηματικά παρ. (πρβλ. πνιγ μός < πνίγ ω, συρ μός < σύρ ω) από το θ. σε ισ τού αορ. τών ρ. σε ίζω (πρβλ. εξ ε φόβ ισ α < εκ φοβ ισ μός, χώρ ισ α > χωρ ισ μός). Η κατάλ … Dictionary of Greek
-κτόνος — (AM κτόνος) β συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. κτείνω και που δηλώνει τον φονέα αυτού που σημαίνει το α συνθετικό (πρβλ. αδελφοκτόνος, πατροκτόνος). Σπανίως απαντά ως προπαροξύτονο με παθ. σημ. (ταυρόκτονος «αυτός που σκοτώθηκε από… … Dictionary of Greek
-κόπι — β συνθετικό παρασύνθετων ονομάτων από ρ. σε κοπώ* (πρβλ. ιδρο κόπι < ιδρο κοπώ) ή από ουσ. σε κόπος* ή, σπανίως, σε κοπή (πρβλ. βωλο κόπι < βωλο κόπος, γιδο κόπι < γιδο κοπή). Τα μεταρρηματικά παρ. δηλώνουν τη ρηματική ενέργεια τού… … Dictionary of Greek
άνδρας — και άντρας, ο (Α ἀνήρ) 1. αρσενικός άνθρωπος (σ’ αντίθεση με τη γυναίκα) 2. ομόκλινος, σύζυγος 3. ανδρείος, γενναίος, παληκάρι 4. αυτός που μπήκε στην αντρική ηλικία, ενήλικος, ώριμος 5. στρατιώτης, οπλίτης 6. φρ. «κατ’ ἄνδρα», ένας ένας με τη… … Dictionary of Greek
άρταμος — ἄρταμος, ο (Α) 1. αυτός που κόβει σε κανονικά κομμάτια, ο μάγειρος ή ο χασάπης 2. μτφ. ο φονιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σπανίως χρησιμοποιούμενη λέξη. Σύμφωνα με την ερμηνεία της λ. στον Ευστάθιο («ο εις άρτια τέμνων»), η λ. θα μπορούσε να… … Dictionary of Greek