-
1 σπέρνω
[спэрно] р. сеять, засевать, рассыпать, разбрасыватьΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σπέρνω
-
2 сеять
сею, сеешьρ.δ.μ.1. σπέρνω, σπείρω•сеять рожь σπέρνω βρίζα•
сеять овс σπέρνω βρώμη.
|| ρίχνω (κοκκορόχιονο, ψιλή βροχή). || εμβάλλω• διαδίδω•сеять вражду, раздор σπέρνω την έχθρα, τη διχόνοια.
2. βλ. сеяться.3. σπέρνω τη γη.4. κοσκινίζω.1. σπέρνομαι, σπεί-ρομαι.2. κοσκινίζομαι.3. ψιλοβρέχω, ψιλοχιονίζω. || (για κόκκους) χύνομαι, πέφτω. -
3 сеять
сеятьнесов прям., перен σπέρνω, σπείρω:\сеять раздоры σπέρνω ζιζάνια, σπέρνω διχόνοιες· кто сеет ветер, пожнет бу́рю поел. ὅτι σπείρεις θά θερίσεις. -
4 засеять
-
5 паника
паника ж о πανικός· сеять \паникау σπέρνω τον πανικό* * *жο πανικόςсе́ять па́никау — σπέρνω τον πανικό
-
6 сеять
-
7 заронить
заронитьсов1. разг (уронить за...) ἀφήνω νά μοῦ πέσει, ρίχνω:\заронить и́скру πετῶ σπίθα·2. перен ρίχνω, σπέρνω:\заронить сомнения в ком-л. σπέρνω ἀμφιβολία σέ κάποιον. -
8 недосеять
-сю, -сешьρ.σ. σπέρνω λιγότερο•недосеять пять гектаров σπέρνω λιγότερο από πέντε εκτάρια.
-
9 обсеять
-ею, -ешьρ.σ.μ.1. σπέρνω, σπείρω•обсеять поля σπέρνω τα χωράφια.
2. καλύπτω με κάτι.(απλ.)• σπέρνομαι ολοκληρω-τ ικά. -
10 подсеять
ρ.σ.μ. σπέρνω συμπληρωματικά, ακόμα λίγο. || σπέρνω ανάμεσα στα δημητριακά. -
11 рассеять
-ею, -еешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. рассеянный, βρ: • -ян, -а, -оρ.σ.μ.1. σπείρω, σπέρνω•рассеять семена σπέρνω σπόρους.
2. διασπείρω, κατανέμω σε διάφορα σημεία•школы по всей стране φτιάχνω σ όλη τη χώρα σχολεία.
3. διαχέω• εκπέμπω•рассеять свет διαχέω το φως.
4. διασκορπίζω• διαλύω•ветер -ял тучи ο άνεμος σκόρπισε τα σύννεφα•
неприятельскую каваллерию διασκορπίζω το εχθρικό ιππικό.
|| μτφ. διαλύω, εξαλείφω• διώχνω•рассеять подозрения διαλύω τις υποψίες•
рассеять скуку διώχνω την πλήξη•
рассеять опасения διαλύω τους φόβους.
1. εποικίζομαι, στεγάζομαι χωριστά.2. διαχέομαι.3. διασκορπίζομαι•неприятель -лся под нашим огнм ο εχθρός διασκορπίστηκε από τα πυρά μας•
тучи -лись τα σύννεφα σκόρπισαν (διαλύθηκαν).
|| περνώ, παρέρχομαι•гнев -лся ο θυμός πέρασε.
4. μτφ. ξεσκάζω, ανακουφίζομαι. -
12 семя
семени, πλθ. семена, семян, семенам ουδ.1. σπόρος, σπυρί•растение дало -на το φυτό έδοσε σπόρους•
сеять -на σπέρνω σπόρους•
всхожесть семян φύτρωμα των σπόρων.
2. αρχή, αφετηρία, πρώτο ξεκίνημα•сеять -на раздора σπέρνω ζιζάνια, διχόνοια, γκρίνια.
3. (φυσιολ.) το σπέρμα.4. γενεά, γενιά•семя Авраамово η γενιά του Αβραάμ.
-
13 высев
η σπορά-ать σπείρω/σπέρνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > высев
-
14 просеять I.см. просеивать
2. (сеять в течение какого-л. времени) σπέρνω, σπείρω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > просеять I.см. просеивать
-
15 сеялка
η σπαρτική μηχανήтуковая - см. тукораз -брасыватель сеять1. (засевать) φυτεύω, σπέρνω, σπείρω 2. (просеивать) κοσκινίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сеялка
-
16 засевать
засеватьнесов σπέρνω, σπείρω. -
17 осыпать
осыпатьнесов, осыпать сов1. ραίνω, σπέρνω, πασπαλίζω, (ἐπι)πάσσω / καλύπτω, σκεπάζω (покрывать):\осыпать цветами ραίνω μέ ἄνθη· \осыпать ударами δέρνω (или ξυλοφορτώνω) κάποιον2. перен γεμίζω, φορτώνω:\осыпать· похвалами γεμίζω μέ ἐπαίνους· \осыпать подарками γεμίζω (или φορτώνω) μέ δῶρα· \осыпать упреками βάζω πόστα κάποιον \осыпать насмешками παίρνω κάποιον στό ψηλό· \осыпать бранью λούζω μέ βρισιές. -
18 разбрасывать
разбрасыватьнесов1. (δια)σκορπίζω/ σπέρνω (зерна, семена и т. п.):\разбрасывать по всему́ свету σκορπίζω στά τέσσερα σημεία τοῦ ὁρίζοντα·2. (приводить в беспорядок) σκορπίζω (или ρίχνω) ἐδῶ κι ἐκεΐ:\разбрасывать бумаги σκορπίζω τά χαρτιά. -
19 раздор
раздорм ἡ διχόνοια, ἡ ἔρις, ἡ γκρίνια:сеять \раздоры σπέρνω διχόνοιες· яблоко \раздора миф., перен τό μήλον τής ἔριδος. -
20 рознь
рознь 1. ж ἡ διχόνοια, τό μάλλωμα/ ἡ Εχθρα (вражда):сеять \рознь σπέρνω διχόνοια·2. предик безл:человек человеку \рознь ἄνθρωπος μέ ἄνθρωπο ἐχει διαφορά.
См. также в других словарях:
σπέρνω — σπέρνω, έσπειρα βλ. πίν. 120 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σπέρνω — έσπειρα, σπάρθηκα, σπαρμένος 1. ρίχνω σπόρους στο χωράφι: Φέτος έσπειρα τα χωράφια με αυτόματες μηχανές. 2. διαδίδω: Σπέρνει καινά δαιμόνια. – Έσπειρε τον πανικό. 3. «Σπέρνω ζιζάνια», δημιουργώ αφορμές για έριδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπέρνω — Ν βλ. σπείρω … Dictionary of Greek
ανθοσπέρνω — σπέρνω λουλούδια, γεμίζω έναν τόπο με λουλούδια … Dictionary of Greek
σπείρω — ΝΜΑ, και σπέρνω Ν, και αιολ. τ. σπέρρω Α 1. ρίχνω σπόρο στο έδαφος για να βλαστήσει (α. «τίποτε ξεχωριστό λουλούδι δε θα σπείρω», Παλαμ. β. «ἔσπειρεν ἐπὶ τὴν γῆν τὴν αγαθήν», ΚΔ γ. «σῑτον δὲ καὶ σπείρουσι καὶ σιτέονται», Ηρόδ.) 2. γονιμοποιώ,… … Dictionary of Greek
ίημι — ἵημι (Α) 1. κινώ, βάζω κάτι σε κίνηση, κάνω κάτι να κινηθεί γρήγορα («ἧκα πόδας καὶ χεῑρε φέρεσθαι», Ομ. Οδ.) 2. αφήνω κάτι να πέσει κάτω (α. «κὰδ δὲ κάρητος ἧκε κόμας» άφησε τα μαλλιά να κρέμονται από το κεφάλι, Ομ. Οδ.) 3. στέλνω, αποστέλλω 4.… … Dictionary of Greek
κατασπείρω — (AM κατασπείρω) 1. σπέρνω άφθονα, σε όλη την έκταση 2. παθ. κατασπείρομαι α) (για έκταση γης ή αγρό) είμαι πυκνά σπαρμένος, έχω άφθονη βλάστηση β) διασκορπίζομαι, διαδίδομαι μσν. μπήγω αρχ. 1. (για συναισθήματα) παρέχω υπέρμετρα ή άφθονα 2.… … Dictionary of Greek
παρασπείρω — Α 1. σπέρνω κοντά σε κάτι 2. σπέρνω επί πλέον 3. διασπείρω, διασκορπίζω 4. εισάγω με τρόπο ύπουλο, δόλιο και απατηλό 5. παθ. μτφ. διασπείρομαι, διασκορπίζομαι, διαχέομαι («παρεσπαρμένη τοῑς πόροις ἡ ψυχή», Πλατ.) … Dictionary of Greek
παρενσπείρω — ΝΑ [ενσπείρω] σπέρνω ανάμεσα, διασπείρω, σπέρνω εδώ κι εκεί («παρενεσπάρη τούτοις», Γρηγ. Νύσσ.) νεοελλ. μτφ. ενσπείρω με δόλιο τρόπο («παρενέσπειρε διχόνοιες μεταξύ τών μελών τής οικογένειας») … Dictionary of Greek
προκατασπείρω — Α 1. σπέρνω εκ τών προτέρων 2. μτφ. εμφυτεύω, εμβάλλω σε κάποιον κάτι εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κατασπείρω «σπέρνω σε όλη την έκταση, φυτεύω»] … Dictionary of Greek
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia