Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

σπέρνω

  • 41 усеять

    ρ.σ.μ.
    1. σπέρνω.
    2. είμαι πλήρης, γεμάτος απο•

    небесный свод -ян звздами ο ουράνιος θόλος σπάρθηκε με αστέρια.

    || καλύπτω, σκεπάζω•

    жлтые листья деревьев -ли землю τα κίτρινα φύλλα των δέντρων σκέπασαν τη γη.

    1. σπέρνομαι.
    2. πληρούμαι απο, γεμίζω απο. || καλύπτομαι, σκεπάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > усеять

  • 42 усыпать

    -плю, -плешь, προστκ. усыпь
    ρ.σ.μ. καλύπτω, σκεπάζω με κοκκία, με τρίμματα. || μτφ. διασκορπώ, στρώνω• σπέρνω•

    усыпать дорогу песком στρώνω το δρόμο με άμμο•

    лицо -пано веснушками το πρόσωπο ήταν γεμάτο φακίδες (πανάδες)•

    небо -пано звздами ουρανός αστερόσπαρτος.

    ρ.δ.
    βλ. усыпать.
    καλύπτομαι, σκεπάζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > усыпать

См. также в других словарях:

  • σπέρνω — σπέρνω, έσπειρα βλ. πίν. 120 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σπέρνω — έσπειρα, σπάρθηκα, σπαρμένος 1. ρίχνω σπόρους στο χωράφι: Φέτος έσπειρα τα χωράφια με αυτόματες μηχανές. 2. διαδίδω: Σπέρνει καινά δαιμόνια. – Έσπειρε τον πανικό. 3. «Σπέρνω ζιζάνια», δημιουργώ αφορμές για έριδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σπέρνω — Ν βλ. σπείρω …   Dictionary of Greek

  • ανθοσπέρνω — σπέρνω λουλούδια, γεμίζω έναν τόπο με λουλούδια …   Dictionary of Greek

  • σπείρω — ΝΜΑ, και σπέρνω Ν, και αιολ. τ. σπέρρω Α 1. ρίχνω σπόρο στο έδαφος για να βλαστήσει (α. «τίποτε ξεχωριστό λουλούδι δε θα σπείρω», Παλαμ. β. «ἔσπειρεν ἐπὶ τὴν γῆν τὴν αγαθήν», ΚΔ γ. «σῑτον δὲ καὶ σπείρουσι καὶ σιτέονται», Ηρόδ.) 2. γονιμοποιώ,… …   Dictionary of Greek

  • ίημι — ἵημι (Α) 1. κινώ, βάζω κάτι σε κίνηση, κάνω κάτι να κινηθεί γρήγορα («ἧκα πόδας καὶ χεῑρε φέρεσθαι», Ομ. Οδ.) 2. αφήνω κάτι να πέσει κάτω (α. «κὰδ δὲ κάρητος ἧκε κόμας» άφησε τα μαλλιά να κρέμονται από το κεφάλι, Ομ. Οδ.) 3. στέλνω, αποστέλλω 4.… …   Dictionary of Greek

  • κατασπείρω — (AM κατασπείρω) 1. σπέρνω άφθονα, σε όλη την έκταση 2. παθ. κατασπείρομαι α) (για έκταση γης ή αγρό) είμαι πυκνά σπαρμένος, έχω άφθονη βλάστηση β) διασκορπίζομαι, διαδίδομαι μσν. μπήγω αρχ. 1. (για συναισθήματα) παρέχω υπέρμετρα ή άφθονα 2.… …   Dictionary of Greek

  • παρασπείρω — Α 1. σπέρνω κοντά σε κάτι 2. σπέρνω επί πλέον 3. διασπείρω, διασκορπίζω 4. εισάγω με τρόπο ύπουλο, δόλιο και απατηλό 5. παθ. μτφ. διασπείρομαι, διασκορπίζομαι, διαχέομαι («παρεσπαρμένη τοῑς πόροις ἡ ψυχή», Πλατ.) …   Dictionary of Greek

  • παρενσπείρω — ΝΑ [ενσπείρω] σπέρνω ανάμεσα, διασπείρω, σπέρνω εδώ κι εκεί («παρενεσπάρη τούτοις», Γρηγ. Νύσσ.) νεοελλ. μτφ. ενσπείρω με δόλιο τρόπο («παρενέσπειρε διχόνοιες μεταξύ τών μελών τής οικογένειας») …   Dictionary of Greek

  • προκατασπείρω — Α 1. σπέρνω εκ τών προτέρων 2. μτφ. εμφυτεύω, εμβάλλω σε κάποιον κάτι εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κατασπείρω «σπέρνω σε όλη την έκταση, φυτεύω»] …   Dictionary of Greek

  • Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»