-
1 σπέρμ'
σπέρμα, σπέρμαseed: neut nom /voc /acc sg -
2 σπερμ-αγοραιο-λεκιθο-λαχανό-πωλις
σπερμ-αγοραιο-λεκιθο-λαχανό-πωλις, ιδος, ἡ, Feldsruchtmarktgemüsehändlerinn, Ar. Lys. 457.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > σπερμ-αγοραιο-λεκιθο-λαχανό-πωλις
-
3 σπερμ-ουχέω
σπερμ-ουχέω, Saamen haben, tragen, Theophr.
-
4 σπερμ(ατ)ογονία
η см. σπερματισμός 1 -
5 σπερμ(ατ)ογόνος
ος, ο[ν] семяобразующий -
6 σπερμ(ατ)οδόχος
ος, ο[ν] физиол, семенной (пузырёк) -
7 σπερμ(ατ)οθήκη
η бот. семенной мешок, семенник -
8 σπερμ(ατ)οκύτταρο(ν)
το см. σπερματίς -
9 σπερμ(ατ)οκύτταρο(ν)
το см. σπερματίς -
10 σπερμ(ατ)ογονία
η см. σπερματισμός 1 -
11 σπερμ(ατ)ογόνος
ος, ο[ν] семяобразующий -
12 σπερμ(ατ)οδόχος
ος, ο[ν] физиол, семенной (пузырёк) -
13 σπερμ(ατ)οθήκη
η бот. семенной мешок, семенник -
14 σπερμ(ατ)οκύτταρο(ν)
το см. σπερματίς -
15 σπερμ(ατ)οκύτταρο(ν)
το см. σπερματίς -
16 σπέρμα
I mostly, seed of plants, σ. ἀνιέναι, κρύπτειν, h.Cer. 307, cf. Hdt.3.97: pl., Hes.Op. 446; σ. τῇ γῇ διδόναι, ἐμβαλεῖν, X.Oec.17.8, 10: prov.,εἰς πέλαγος σ. βαλεῖν Epigr.Gr.1038.8
([place name] Pamphylia); of fruit, Antiph.58.4; τοῖς γαίης σπέρμασι with the products of earth, of corn-stalks, AP9.89 (Phil.).2 metaph., germ, origin of anything,σ. πυρός Od.5.490
;φλογός Pi.O.7.48
, cf. P.3.37; σπέρματα, = στοιχεῖα, elements, Anaxag.4, cf. Epicur.Ep.2p.38 U., Fr. 250;ὁ τὸ σπέρμα παρασχών, οὗτος τῶν φύντων αἴτιος D.18.159
;συκοφάντου σ. καὶ ῥίζαν οἴεται δεῖν ὑπάρχειν τῇ πόλει Id.25.48
;σ. τῆς στάσεως Plu. Mar.10
;τοῦ ὅρκου Longin.16.3
.II of animals, seed, semen, φέροισα σ. θεοῦ pregnant by the god, Pi.P.3.15; but σ. φέρειν Ἡρακλέους to be pregnant of Heracles, Id.N.10.17;μυελὸν.. εἰς σ. καὶ γόνον μερίζεσθαι Ti.Locr.100b
, cf. Pl. Ti. 86c;σ. παραλαβεῖν E.Or. 553
;σπέρματος πλῆσαι Plu.Lyc. 15
: pl.,κατ' ἀμφότερα τὰ σ. θεῶν ἀπόγονος Hp.Ep.2
.2 race, origin, descent,τοὐμὸν.. σπέρμ' ἰδεῖν βουλήσομαι S.OT 1077
; τίνος εἶ σπέρματος πατρόθεν; Id.OC 214 (lyr.);γένεθλον σπέρμα τ' Ἀργεῖον A.Supp. 290
, cf. Ch. 236;σ. ἄντασ' Ἐρεχθειδᾶν S.Ant. 981
(lyr.), cf. Pi.O.7.93, etc. -
17 σπερμαγοραιολεκιθολαχανόπωλις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπερμαγοραιολεκιθολαχανόπωλις
-
18 σπερμαίνω
A sow with seed, fertilize, of the Nile, Plu.2.366a; of the male, Horap.2.115: c. acc. cogn.,σ. σπέρμα Aq.
, Thd.Ge.1.29.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπερμαίνω
-
19 σπερματία
σπερμ-ᾰτία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπερματία
-
20 σπερματίας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπερματίας
См. также в других словарях:
σπέρμ' — σπέρμα , σπέρμα seed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)