-
1 σπάρος
-
2 σπαρος
ὁ зоол. спар, предполож. дорада ( колючеперая рыба) Arst. -
3 σπάρος
-
4 σπάρος
σπάρος, ὁ, ein Seefisch -
5 σπάρος
Grammatical information: m.Meaning: `lesser sea bream, Sargus annularis' (Epich., Matro, Arist.; on the matter Thompson Fishes s. v.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)Etymology: Origin unknown. After Persson Beitr. 1, 473 f. n. 3 (with semantic parallels) to Lat. sparus, -um `short spear', Germ., e.g. OHG sper `spear'. Strömberg Fischn. 52 thinks of σπαίρω, a. o. of dying fishes. Lat. LW [loanword] sparus, - ulus. - Furnée 226 compares σμαρίς `a small worthless seafish' (and rejects Lat. sparus).Page in Frisk: 2,758Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σπάρος
-
6 ἄ-βρωμος
ἄ-βρωμος, ohne üblen Geruch, von Fischen, κώβιοι Athen. VIII 355 b; σπάρος ibd.; κτένες III, 90 e; Ggstz βρωμώδης.
-
7 σμαρίς
σμαρίς, - ίδοςGrammatical information: f.Meaning: name of a small fish, resembling the μαινίς, `Sparus smaris' (Epich., Arist., Opp., Marc. Sid. a.o.; s. Thompson Fishes s.v.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Origin unknown; certainly a Mediterranean word. Against connection with σμηρίζειν `plane' (Hero; Strömberg 87) speaks the almost general shortness of the ᾰ (ᾱ only Marc. Sid.). -- Furnée 226 compares σπάρος ` a small sea-fish, a kind of bream'; the comparison is convincing; so Pre-Greek.Page in Frisk: 2,747-748Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σμαρίς
См. также в других словарях:
σπάρος — Ψάρι της οικογένειας των Σπαριδών. Έχει μήκος έως 20 εκ., χρώμα γενικά ορειχάλκινο με αργυρόχρωμες αποχρώσεις και στην ουρά του μια σκοτεινόχρωμη κηλίδα με μορφή δαχτυλιδιού. Το ουραίο και πυγαίο (οπίσθιο) πτερύγιο του έχουν ζωηρό κίτρινο χρώμα.… … Dictionary of Greek
σπάρος — ο είδος ψαριού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπαρίδες — (Sparidae). Οικογένεια ψαριών της τάξης των περκόμοφων. Το σώμα τους σκεπάζεται με μεγάλα λέπια, και το στόμα τους, σε συσχετισμό με το κεφάλι τους, είναι μικρό και εφοδιασμένο με πολυάριθμα δόντια, που έχουν σχήμα κοπτήρων, κυνοδόντων ή γομφίων … Dictionary of Greek
Christos Tsaganeas — Hristos Tsaganeas Χρήστος Τσαγανέας Born July 2, 1906 Brăila … Wikipedia
πετρόψαρο — το, Ν·ζωολ. κοινή ονομασία πολλών ψαριών που ζουν ανάμεσα στις πέτρες τής θάλασσας οι οποίες είναι γεμάτες φύκια όπως είναι ο σπάρος, η πέρκα κ.ά … Dictionary of Greek
σαργός — (sargus). Γένος τελεόστεων ψαριών της οικογένειας των Σπαριδών, της τάξης των περκόμορφων, της υπόταξης των περκοειδών. Περιλαμβάνει είδη μικρών και μεγάλων ψαριών, τα οποία αφθονούν στη Μεσόγειο και τον Ατλαντικό. Έχουν σώμα σχεδόν ωοειδές,… … Dictionary of Greek
σπαρίλα — η, Ν [σπάρος] τεμπέλικη διάθεση, τεμπελιά … Dictionary of Greek
σπαρολόγος — ο, Ν ψιλό παραγάδι για την αλιεία σπάρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάρος + λόγος*] … Dictionary of Greek
τσίπουρα — (sparus auratus ή chrysophrys aurata). Τελεόστεος ιχθύς της οικογένειας των σπαριδών, της τάξης των περκόμορφων. Έχει μήκος από 30 έως 60 εκ. και μπορεί να φτάσει το βάρος των 10 κιλών. Το στόμα, μάλλον μικρό, έχει στο πάνω μέρος δόντια σαν… … Dictionary of Greek
τσιπούρα — (sparus auratus ή chrysophrys aurata). Τελεόστεος ιχθύς της οικογένειας των σπαριδών, της τάξης των περκόμορφων. Έχει μήκος από 30 έως 60 εκ. και μπορεί να φτάσει το βάρος των 10 κιλών. Το στόμα, μάλλον μικρό, έχει στο πάνω μέρος δόντια σαν… … Dictionary of Greek
sparos — SPÁROS s. (iht.; Sargus annularis) (reg.) caras de mare. Trimis de siveco, 04.05.2005. Sursa: Sinonime sparós s. m., pl. sparóşi Trimis de siveco, 10.08.2004. Sursa: Dicţionar ortografic spáros (şi), s.m. – Specie de peşte (Sargus annularis) … Dicționar Român