-
1 σπάραγμα
A piece torn off, shred, fragment, ὅσων σπαράγματα all whose mangled corpses, S.Ant. 1081;σπάραγμα κόμας E. Andr. 826
(lyr.); γίνεται τὰ μὲν ἀπὸ σπέρματος τὰ δ' ἀπὸ σπαραγμάτων others from slips, Arist.GA 761b28: pl., σ. κρημνῶν jagged fragments, Plu.Mar.23; σ. στεφάνων fragments of.., Id.2.463a, etc.; γραμμάτων σπαράγμασι.. οἱ σπεύδοντες γράφουσι ib.1011d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπάραγμα
-
2 σπαραγματώδης
σπαραγ-μᾰτώδης, ες,A convulsive, Plu.2.130d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπαραγματώδης
-
3 σπαραγμός
σπαραγ-μός, ὁ,A tearing, rending, mangling, (lyr.); σ. Βακχῶν by them, Id.Ba. 735; but sparagmoi\ xai/tas, xrwto/s, etc., rending of them, Id.Ph. 1525 (lyr.), Tr. 453 (troch.), cf. Phld.Piet.87, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπαραγμός
-
4 σπαραγμώδης
σπαραγ-μώδης, ες,A f.l.for σπαραγματώδης in Plu.2.130d, and for σπασμώδης in Hp.Epid.7.18.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπαραγμώδης
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский