-
1 καθεστώς
(-ωτος), ώσα, ως 1. установленный, действующий;οι καθεστώτες νόμοι — действующие законы;
2. (τό) политический режим, государственный, общественный строй;χώρες με διαφορετικά καθεστΦτα — страны с различным общественным строем;
αστικό καθεστώς — буржуазный строй;
σοσιαλιστικό καθεστώς — социалистический строй;
αλλαγή τού καθεστώτος — изменение политического режима;
στρέφομαι κατά τού καθεστώτος — быть направленным против государственного строя
-
2 κόμμα
τό1) партия;κομμουνιστικό κόμμα — коммунистическая партия;
σοσιαλιστικό (φιλελεύθερο, συντηρητικό) κόμμα — социалистическая (либеральная, консервативная) партия;
εργατικό κόμμα — а) рабочая партия; — б) лейбористская партия;
μπαίνω στο κόμμα — вступать в партию;
διαγράφω απ' το κόμμα — исключать из партии;
είμαι μέλος τού κόμματος быть членом партии;2) запятая -
3 σοσιαλιστικός
η, ό[ν] социалистический;σοσιαλιστική κοινωνία — социалистическое общество;
σοσιαλιστικό κόμμα — социалистическая партия;
σοσιαλιστική άμιλλα — социалистическое соревнование;
σοσιαλιστική αλλαγή — или σοσιαλιστικ μετασχηματισμός — социалистические преобразования
-
4 σύστημα
τό1) е разн. знач система;τό ηλιακό (νευρικό) σύστημα — солнечная (нервная) система;
φιλοσοφικό σύστημα — философская система;
τό παγκόσμιο σοσιαλιστικό σύστημα — мировая система социализма;
τό εκλογικό σύστημα — избирательная система;
σύστημα διδασκαλίας — метод преподавания;
ραδιόφωνο νέου σύστήματος — радиоприёмник новой системы или новая модель радиоприёмника;
περιοδικό σύστημα των στοιχείων хим. — периодическая система элементов;
2) система, обычай, привычка;έχει σύστημα στη δουλειά — он работает методично;
έχει κακά σύστήματα — у него дурные привычки;
§ εκ ( — или από) σύστήματος — или κατά σύστημα — систематически, постоянно, всегда;
είναι από σύστήματος επιφυλακτικός — он всегда осторожен
См. также в других словарях:
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Βουλγαρία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Β με τη Ρουμανία, στα Δ με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία (ΒΔ) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΝΔ), στα Ν με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Α βρέχεται από… … Dictionary of Greek
List of political parties in Greece — Under the current electoral system, a party needs to surpass a 3% threshold in the popular vote in order to enter parliament. In the last Parliamentary elections, held in 2007, five parties entered parliament: New Democracy, the Panhellenic… … Wikipedia
Αλβανία — I Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Ν με την Ελλάδα, στα Α με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) και στα Β με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία, ενώ Δ βρέχεται από την Αδριατική θάλασσα.Τα… … Dictionary of Greek
Политические партии Греции — всегда играли и продолжают играть важную роль в жизни страны. С середины 1970 х годов для Греции характерна двухпартийная система, когда в политике доминируют две большие партии, побеждающие на выборах в парламент и формирующие правительство.… … Википедия
Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος … Dictionary of Greek
Πορτογαλία — Κράτος της Νοτιοδυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Α με την Ισπανία, ενώ στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό Ωκεναό.H πορτογαλική Δημοκρατία αποτελείται από την κυρίως Πορτογαλία, το αρχιπέλαγος των Aζορών και το νησί Mαδέρα, που έχουν συνολική έκταση… … Dictionary of Greek
Panhellenic Socialist Movement — Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα Leader George Papandreou Founder … Wikipedia
σοσιαλδημοκρατία — Όρος που προέρχεται από τη σύνδεση των εννοιών του σοσιαλισμού και της δημοκρατίας και χρησιμοποιήθηκε στη νεότερη πολιτική ορολογία για το χαρακτηρισμό κινημάτων που δέχονται τις οικονομικοκοινωνικές μεταβολές, αλλά γενικά με μετριοπαθή και… … Dictionary of Greek