Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

σμῆριγξ

См. также в других словарях:

  • μήριγξ — μῆριγξ και σμῆριγξ, ἡ (Α) 1. σκληρή τρίχα, γουρουνότριχα 2. (κατά τον Ησύχ.) α) (ο τ. μῆριγξ) «ἄκανθα γινομένη ἐν τοῑς ἐρίοις τῶν προβάτων» β) (ο τ. σμῆριγξ) «πόα καὶ εἶδος ἀκάνθης, σμήριγγες πλεκταί, σειραί, βόστρυχοι, καὶ τῶν κυνῶν ἐν τοῑς… …   Dictionary of Greek

  • εϋσμήριγξ — ἐϋσμῆριγξ, ιγγος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει ωραία μαλλιά («ἐϋσμῆριγξ Ἠώς»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σμήριγξ «μαλλιά»] …   Dictionary of Greek

  • μήρινθος — μήρινθος, και σμήρινθος ἡ (Α) 1. σχοινί, σπόγγος («οὐ δὲ τρήρωνα πέλειαν λεπτῷ μηρίνθῳ δῆσεν ποδός», Ομ. Ιλ.) 2. ορμιά αλιευτική, πετονιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οι λ. μήρινθος και μηρύομαι εμφανίζουν πιθ. την εκτεταμένη βαθμίδα *mēr τής ΙΕ… …   Dictionary of Greek

  • σμήριγγα — η / σμῆριγξ, ήριγγος, ΝΑ νεοελλ. 1. σκληρή τρίχα ορισμένων θηλαστικών, όπως τού χοίρου, τού αγριόχοιρου κ.ά. 2. τριχόμορφος χιτινώδης σχηματισμός ορισμένων ασπονδύλων 3. ακανθόμορφη τρίχα που βρίσκεται σε διάφορα φυτά, όπως λ.χ. στην τσουκνίδα… …   Dictionary of Greek

  • σμηρίζω — Α στιλβώνω με τρίψιμο, γυαλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. έχει σχηματιστεί από το ρ. σμῶ* / σμήω, κατά το στηρίζω. Η σύνδεση τού ρ. με τη λ. σμῆριγξ δεν θεωρείται πιθανή] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»