Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

σμύρνινος

См. также в других словарях:

  • σμύρνινος — η, ο / σμύρνινος, ίνη, ον, ΝΑ 1. ο παρασκευασμένος από σμύρνα 2. ο αρωματισμένος με σμύρνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμύρνα + κατάλ. ινος (πρβλ. λίθ ινος)] …   Dictionary of Greek

  • σμυρνίνῳ — σμύρνινος of myrrh masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζμύρινος — η, ο (Α ζμύρνινος, ίνη, ον) σμύρνινος* …   Dictionary of Greek

  • μυρίνινος — μυρίνινος, η, ον (Α) (εσφ. γρφ.) σμύρνινος* …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»