1 σμίρις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σμίρις
2 σμύρις
σμίρεως Orib.15.1.20
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σμύρις
σμιρίτος — ὁ, Α βλ. σμυρίτης … Dictionary of Greek
σμυρίτης — και σμιρίτης και, δ. γρφ., σμιριτός, ὁ, Α φρ. «σμυρίτης λίθος» η σμύριδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμύρις / σμίρις + κατάλ. ίτης (πρβλ. ονυχ ίτης)] … Dictionary of Greek