1 σμύρις
σμίρεως Orib.15.1.20
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σμύρις
σμιρίς — ίδος, γεν. και σμίρεως, ἡ, Α βλ. σμύρις … Dictionary of Greek