-
1 πυθμην
- ένος ὅ1) дно, основание (sc. τοῦ δέπαος Hom.; τῆς θαλάσσης Hes.; τοῦ πελάγους Plat.)2) нижняя часть, низ(ἐλαίης Hom.)
3) стебель, ствол(πυροῦ Arst.)
4) перен. род, порождение(σμικροῦ γένοιτ΄ ἂν σπέρματος μέγας π. Aesch.)
5) дверной крюк(ἐκ πυθμένων κλίνειν κλῇθρα Soph.)
6) мат. корень числа Plat., Arst.
См. также в других словарях:
πυθμένας — ο / πυθμήν, ένος, ΝΜΑ 1. το κατώτατο μέρος οποιουδήποτε κοίλου πράγματος (α. «πυθμένας ποτηριού» β. «δύο δ ὑπὸ πυθμένες ἦσαν», Ομ. Ιλ.) 2. βυθός θάλασσας, ποταμού ή λίμνης, πάτος («εἰς τὸν πυθμένα τοῡ πελάγους καταποντισθείς», Μηναί.) αρχ. 1. η… … Dictionary of Greek