-
1 Root
subs.P. and V. ῥίζα, ἡ.Trunk: Ar. and P. στέλεχος, τό.met., origin: P. and V. πηγή, ἡ, ῥίζα, ἡ.Beginning: P. and V. ἀρχή, ἡ.Root of a number: P. πυθμήν, ὁ (Plat.).Square root: P. δύναμις, ἡ (Plat.).End from which something has been cut: P. and V. τομή, ἡ.From small seed a great root may spring: V. σμικροῦ γένοιτʼ ἂν σπέρματος μέγας πυθμήν (Æsch., Choe. 204).Take root: P. ῥιζοῦσθαι (Xen.), καταρριζοῦσθαι (Plat.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Root
См. также в других словарях:
πυθμένας — ο / πυθμήν, ένος, ΝΜΑ 1. το κατώτατο μέρος οποιουδήποτε κοίλου πράγματος (α. «πυθμένας ποτηριού» β. «δύο δ ὑπὸ πυθμένες ἦσαν», Ομ. Ιλ.) 2. βυθός θάλασσας, ποταμού ή λίμνης, πάτος («εἰς τὸν πυθμένα τοῡ πελάγους καταποντισθείς», Μηναί.) αρχ. 1. η… … Dictionary of Greek