-
1 σκιοθηρέω
A observe shadows, of astronomers, Hsch. s.v. φρέαρ ὀρύττειν.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκιοθηρέω
-
2 σκιοθήρης
A sun-dial, Vitr.1.6.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκιοθήρης
-
3 σκιοθηρικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκιοθηρικός
-
4 σκιοθήριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκιοθήριον
-
5 σκιόθηρον
Aἀπὸ τῶν.. σ. ὀργάνων Ptol.Geog.1.2.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκιόθηρον
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский