-
1 σκαλιδεύω
σκαλιδεύω, = σκαλίζω, σκάλλω.
-
2 σκαλιδεύω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκαλιδεύω
-
3 διασκαλιδεύειν
διά-σκαλιδεύωscalpo: pres inf act (attic epic)
См. также в других словарях:
σκαλιδεύω — Α [σκαλίς, ίδος] σκαλίζω … Dictionary of Greek
σκαλιδευτής — ὁ, Α [σκαλιδεύω] αυτός που ασχολείται με το σκάλισμα … Dictionary of Greek
διασκαλιδεύειν — διά σκαλιδεύω scalpo pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)