-
1 σκαλίζω
σκαλίζωhoe: pres subj act 1st sgσκαλίζωhoe: pres ind act 1st sg -
2 σκαλίζω
-
3 σκαλίζω
σκαλίζω, graben, behacken -
4 σκαλίζω
1. μετ.1) рыхлить; окапывать; 2) полоть; 3) ковырять; 4) мешать, разгребать;σκαλίζω τη φωτιά — ворошить огонь;
σκαλίζω τα κάρβουνα — мешать угли;
5) вырезать, высекать (из камня); резать (по дереву);2. μετ., αμετ. рыться, копаться (в чём-л.); шарить (где-л.);τί σκαλίζεις (σ)τά χαρτιά μου; — что ты роешься в моих бумагах?;
§ σκαλίζοντας η κόττα βγάνει τα μάτια της — посл, что копал, в то и сам попал
-
5 σκαλίζω
[скализо] ρ рыть, разрывать, разгребать,вырезать, высекать (надпись). -
6 σκαλίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκαλίζω
-
7 σκαλίζω
(oymacılık) oymak -
8 σκαλίζω
sculpter -
9 σκαλίζω
1) rzeźbić czas.2) wycinać czas.3) wyrzeźbić czas.4) wyrzynać czas. -
10 σκαλίζω
1) vyřezávat2) vytesat -
11 σκαλίζω
1) carve2) cultivate3) grub4) hoeΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > σκαλίζω
-
12 ἀ-σκαλίζω
ἀ-σκαλίζω, = σκαλίζω, mit euphon. α, attisch nach Phrynich. B. A. 24.
-
13 σκαλιζόμενα
σκαλίζωhoe: pres part mp neut nom /voc /acc pl -
14 σκαλιδεύω
σκαλιδεύω, = σκαλίζω, σκάλλω.
-
15 πληγή
η1) рана (тж. перен.); ранение;(επι)δένω τίς πληγές — перевязывать раны;
η πληγή κλείνει — рана зарубцовывается;
έχω πληγή στην καρδιά — у меня рана в сердце;
2) язва (тж. перен.); бич, бедствие, несчастье;πληγή μου έγινε αυτός ο άνθρωπος — этот человек очень мне надоел;
§ αυτός είναι κρυφή πληγή — он коварный человек;
ξύνω ( — или σκαλίζω) παλιές πληγές — или αναξέω πληγας — ворошить прошлое, бередить старые раны
-
16 σκαλεύω
см. σκαλίζω -
17 επισκαλίζων
-
18 ἐπισκαλίζων
-
19 κασκαλίζεται
κατά-σκαλίζωhoe: pres ind mp 3rd sg -
20 σκαλιδεύω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκαλιδεύω
См. также в других словарях:
σκαλίζω — hoe pres subj act 1st sg σκαλίζω hoe pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαλίζω — σκαλίζω, σκάλισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σκαλίζω — σκάλισα, σκαλίστηκα, σκαλισμένος 1. σκάβω ελαφρά: Σκάλισε τα λουλούδια. – Μη σκαλίζεις τη μύτη σου. 2. ψαχουλεύω, ανασκαλεύω: Τι τα σκαλίζεις αυτά; 3. λαξεύω: Σκαλίζω το μάρμαρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκαλίζω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ασκαλίζω Α σκάβω νεοελλ. 1. σκάβω επιφανειακά το έδαφος, χτυπώ και αναστρέφω με ειδικό εργαλείο, τη σκαπάνη, την επιφάνεια καλλιεργημένου εδάφους 2. ανακινώ το χώμα («σκαλίζοντας η κότα βγάζει τα μάτια της» λέγεται για εκείνους… … Dictionary of Greek
σκαλιζόμενα — σκαλίζω hoe pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαράσσω — Ν ΜΑ, και χαράζω Ν, και αττ. τ. χαράττω Α 1. κάνω εγκοπές, γραμμές ή γράμματα πάνω σε μια επιφάνεια με αιχμηρό όργανο, εγχαράσσω 2. γράφω 3. σχεδιάζω τις κύριες γραμμές μιας μελλοντικής κατασκευής ή ορίζω και σημειώνω στο έδαφος τον άξονα ενός… … Dictionary of Greek
ανασκαλεύω — 1. σκαλίζω πάλι ελαφρά, σκαλίζω με εργαλεία ή με τα χέρια, σγαρλίζω, σκάβω 2. μτφ. (για φωτιά) υποδαυλίζω 3. (για πράγματα) ανακατώνω ζητώντας κάτι, προσπαθώ να εξιχνιάσω, ερευνώ … Dictionary of Greek
βόθρος — ο (AM βόθρος) νεοελλ. βαθύς σκεπασμένος λάκκος όπου διοχετεύονται και συγκεντρώνονται ακαθαρσίες αρχ. μσν. λάκκος, όρυγμα στο έδαφος αρχ. κοιλότητα σε βράχο για το πλύσιμο των ρούχων. [ΕΤΥΜΟΛ. Το βόθρος (με επίθημα * ro ), αποτελεί λέξη ήδη… … Dictionary of Greek
κολάπτω — (Α κολάπτω) 1. (για πτηνά) τσιμπώ ή τρυπώ ή σκαλίζω με το ράμφος (α. «κολάψασα ἐξέλεψεν τὸν νεοσσόν», Ιπποκρ. β. «τὸν ἀετὸν αὐτῷ παρακαταστήσας τὸ ἧπαρ ὁσημέραι κολάψοντα», Λουκιαν.) 2. χαράσσω γλυπτό με μυτερό όργανο, σκαλίζω με τη σμίλη, γλύφω… … Dictionary of Greek
ξεσκαλίζω — 1. σκαλίζω το χώμα γύρω από τη ρίζα ενός φυτού 2. προσπαθώ να βρώ κάτι ανασκαλεύοντας διάφορα αντικείμενα 3. ερευνώ μια υπόθεση ξανά, ανακινώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + σκαλίζω] … Dictionary of Greek
προσκαλίζω — Α [σκαλίζω] σκαλίζω εκ τών προτέρων … Dictionary of Greek