-
1 σκόπελος
σκόπελος, ὁ, eigtl. jeder Ort. von dem aus man spähend um sich schauen kann (σκοπέω). Warte; – gew. ein hoher, einzeln stehender Felsenim od. am Meere, eine Klippe, ein ins Meer vorspringendes Vorgebirge, Hom. προβλής, Il. 2, 396; vgl. bes. Od. 12, 73. 80. 220. 430; übh. eine Bergspitze, scopulus, σκοπέλοις ἐν ἄκροις, Aesch. Prom. 142; σκόπελον ᾕμαξαν πέτρας, Eur. Ion 274, u. öfter; Ar. Nubb. 274; sp. D., wie Ap. Rh. 4, 640.
-
2 σκοπελος
-
3 σκόπελος
σκόπελοςlookoutplace: masc nom sg -
4 σκόπελος
1 rock ἤτοι καὶ ἐγὼ ς[κόπ]ελον ναίων διαγινώσκομαι (a chorus of Keans speaks) Πα.. 21. ]ιόν τε σκόπελον γείτονα πρύτανιν Δ. 3. 1. λιπαρᾶν τε Θηβᾶν μέγαν σκόπελον fr. 196. -
5 σκόπελος
σκόπελος: cliff.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > σκόπελος
-
6 σκόπελος
-
7 σκόπελος
Grammatical information: m.Meaning: `cliff, rock, mountain-peak' (mostly ep. poet. Β 396), `watch-tower' (pap.), - ον n. `earth wall, hill' (LXX).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: The prob. later meaning `watch-tower' originated clearly through the association with σκοπ-ός, - ιά, - έω, but also in the sense of `clif, rock' one has since antiquity connected the word with σκοπός, - έω and interpreted as "look out", an etymolog, which because of its good achoring in the Greek vocabulary seems to earn preference above the connection with IE * skep- `cut' (Solmsen Wortforsch. 210 f.; cf. σκέπαρνος [but se s.v.] and κόπτω). Cf. also Chantraine Form. 244 w. lit. -- An agreeing Illyr. * skapela- `cliff' Krahe PBBeitr. 69, 486 ff. wants to find in the river-name Schefflenz (OHG Scaflenza from * Scapi-lantia); cf. on this Porzig Gliederung 150 f. Lat. LW [loanword] scopulus. -- An IE root * skep- `cut' seems not to exist. That a word for `cliff, rock' developed from `watch-tower' may be possible in reality but is linguistically not very probable.Page in Frisk: 2,737Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σκόπελος
-
8 Σκόπελος
η о-в Скопелос (Сев. Спорады) -
9 σκόπελος
ο1) подводная скала, риф; 2) перен. подводный камень;παρακάμπτω τον σκόπελο — обходить подводные камни
-
10 σκόπελος
[скопэлос] ουσ. а. подводный камень, подводная скала, риф.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σκόπελος
-
11 σκόπελος
[скопэлос] ουσ α подводный камень, подводная скала, риф. -
12 σκόπελος
σκόπελ-ος, ὁ, prop.A lookoutplace: hence peak, headland, promontory, Hom., esp. in Od., 12.73, 80, 430, al.; προβλὴς ς. Il.2.396;φάραγγος σ. ἐν ἄκροις A.Pr. 143
(lyr.); ; Θηβᾶν ς., of the Theban acropolis, Pi. Fr. 196; ἐμοὶ (sc. Κρεούσης) ς., of the Athenian, E. Ion 871 (anap.), cf. 1434, 1578;σ. νιφόεντα Μίμαντος Ar.Nu. 273
(anap.).II watch-tower, PLips.70.2 (ii A.D.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκόπελος
-
13 πολυ-σκόπελος
πολυ-σκόπελος, mit vielen Klippen, Marcell. Sid. 5.
-
14 τανυ-σκόπελος
τανυ-σκόπελος, mit sich weit erstreckendem Felsen, Nonn.
-
15 φιλο-σκόπελος
φιλο-σκόπελος, Felsen liebend; Pan, Agath. 29 (VI, 32); ϑῆρες Nonn. D. 11, 63; Rhea, 9, 200.
-
16 εὐ-σκόπελος
εὐ-σκόπελος, klippenreich, St. B. v. Νιφάτης.
-
17 βαθυ-σκόπελος
βαθυ-σκόπελος, hochklippig, Orph. Arg. 462; Qu. Sm. 1, 316.
-
18 σκοπέλους
σκόπελοςlookoutplace: masc acc pl -
19 σκόπελε
σκόπελοςlookoutplace: masc voc sg -
20 σκόπελοι
σκόπελοςlookoutplace: masc nom /voc pl
См. также в других словарях:
σκόπελος — lookoutplace masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκόπελος — I Ημιορεινός οικισμός (1861 κάτ., υψόμ. 150), στην επαρχία Μυτιλήνης, του νομού Λέσβου. Βρίσκεται στα νότια του νομού και της επαρχίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (42 τ. χλμ., 2006 κάτ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι τρεις μικρότεροι… … Dictionary of Greek
Σκόπελος — Sp Skòpelas Ap Σκόπελος/Skopelos L s. ir g tė Š. Sporadų ss., Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
σκόπελος — ο 1. βράχος που εξέχει από την επιφάνεια της θάλασσας: Το καράβι προσέκρουσε σε σκόπελο και βυθίστηκε. 2. εμπόδιο, δυσχέρεια: Παρέκαμψε το σκόπελο των εισαγωγικών εξετάσεων με την εγγραφή του σε ξένο πανεπιστήμιο. 3. κίνδυνος: Αυτός ονέος έχει… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αχιλλού — Σκόπελος στο Ιόνιο πέλαγος, ανάμεσα στη Λευκάδα και την Πρέβεζα, στον όρμο του Αγίου Νικολάου του Αμβρακικού κόλπου. Στους αγγλικούς υδρογραφικούς χάρτες σημειώνεται με το όνομα Ahilleo Rock … Dictionary of Greek
Δαπόντες, Καισάριος — (Σκόπελος 1714 – Άγιον Όρος 1784). Ποιητής, χρονογράφος και μοναχός. Σπούδασε πρώτα στο σχολείο του πατέρα του στη Σκόπελο και συνέχισε τις σπουδές του στην Κωνσταντινούπολη και στο Βουκουρέστι. Κατόπιν, υπηρέτησε ως γραμματικός του Κωνσταντίνου… … Dictionary of Greek
Κουντουράς, Μιλτιάδης — (Σκόπελος Λέσβου 1889 – 1940). Φιλόλογος και συγγραφέας. Μετά τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών διορίστηκε καθηγητής στην Εμπορική Σχολή της Χίου και μετά στο γυμνάσιο της Μυτιλήνης. Το 1923 πήγε στη Γερμανία, όπου έμεινε τρία χρόνια και… … Dictionary of Greek
Μαρής, Γιάννης — (Σκόπελος 1916 – 1980). Φιλολογικό ψευδώνυμο του δημοσιογράφου και συγγραφέα Γιάννη Τσιριμώκου. Καταγόταν από τη γνωστή οικογένεια των πολιτικών και λογοτεχνών Τσιριμώκου της Λαμίας. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου… … Dictionary of Greek
σκοπέλους — σκόπελος lookoutplace masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκόπελε — σκόπελος lookoutplace masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκόπελοι — σκόπελος lookoutplace masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)