Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σκόλυβος

См. также в других словарях:

  • σκόλυβος — Α (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ἐσθιόμενος βολβός». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σκόλυμος] …   Dictionary of Greek

  • σκόλυμος — ο, ΝΑ γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων δικότυλων αγκαθωτών ποωδών φυτών τής οικογένειας σύνθετα, γνωστών σήμερα με τις κοινές ονομασίες σκολιάντρι, σκόλιαντρος, σκολύμπρι, σκόλυμπρος, ασπράγκαθα κ.ά., τα οποία… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»