-
1 σκόλλυς
A fringe of hair, Dsc.Eup.2.97, Poll.2.30, Lex.Rhet. ap.Eust.1528.20, Hsch., cj. in Alcm.44;σκόλλυν ἀποκείρειν Pamphil.
ap.Ath.11.494f.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκόλλυς
-
2 σκόλλυς
σκόλλυς, - υοςGrammatical information: m.Meaning: `fringe of hair, a haircut where one left on the skull a tuft standing (Pamphil. ap. Ath. 11, 494 f., Dsc., H., Poll. a. o.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Prob. a short form wit hypocoristic gemination; s. σκολύπτειν. After Specht Glotta 31, 128 (s. also Gaya Nuño Emer. 19, 232 ff.) here also στόλοκρον τὸ περικεκομμένον τὰς κόμας κτλ., dissimilated from *σκόλ-; to this also Lat. calvus (?). Cf. σκόλυμος. -- A Pre-Greek word seems prob.Page in Frisk: 2,735Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σκόλλυς
-
3 κόννος
κόννος, ὁ, kind of3 = σκόλλυς ([dialect] Lacon.), Hsch. s.v. ἱέρωμα; and [full] κοννοφόρος, ον, = σκολλυφόρος, Id. -
4 οἰνιστήρια
οἰν-ιστήρια (sc. ἱερά), τά, festival at which Athenians cut off the μαλλός, κόννος or σκόλλυς of their sons previous to their being enrolled among the ἔφηβοι, at the same time offeringA a measure of wine ([etym.] οἴνου μέτρον) to Heracles, and drinking part of it to the health of their φράτερες, Eup.135, Hsch., Phot. ([full] οἰνιαστήρια in Eust.907.18).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰνιστήρια
-
5 σκολλυφόρος
σκολλῠφόρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκολλυφόρος
-
6 ἱέρωμα
-
7 κόννος
Grammatical information: m.Meaning: `beard' (Luc. Lex. 5), after H. = ὁ πώγων, η ὑπήνη, η χάρις; in similar meaning σκόλλυς, μαλλός (s. ἱέρωμα and κοννοφόρων).Derivatives: Further in plur. beside ψέλλια as name of an ornament for girls (Plb. 10, 18, 6, where κόνοι, but - νν-Suid.). PN Κόννος, Κόννιον, Κοννᾶς L. Robert, Stèles funéraires 168.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Unexplained.Page in Frisk: 1,913Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κόννος
-
8 σκόλυμος
Grammatical information: m.Meaning: name of a kind of thistle with eatable flower-bottom, `Scolymus hispanicus, artichoke, Cynara scolymus' (Hes., Alc., Arist. etc.; on the meaning Dawkins JHSt. 56, 6).Derivatives: σκολυμ-ώδης 'σ.-like' (Thphr.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)Etymology: Unexplained. On the formation cf. ἔλυμος and the many plant-names in - αμος, - αμον, e.g. κύαμος, βάλσαμον, which are most loans without etymology. Hypotheses by Groselj Živa Ant. 4, 175 (to σκόλλυς). -- The resembling σκόλυβος ὁ ἐσθιόμενος βολβός H. is influenced by βολβός [?] and other plant-names in - βος (after Specht Ursprung 267 old variation μ σκόλυμος β; to be rejected). -- The variation β\/μ is a well known Pre-Greek phenomenon (there is no reason to explain the fact away).Page in Frisk: 2,736Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σκόλυμος
См. также в других словарях:
σκόλλυς — υος, ὁ, Α τρόπος κουρέματος κατά τον οποίο άφηναν μία τούφα μαλλιών στην κορυφή τής κεφαλής, κόννος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός υποκορ. τ. που συνδέεται με το ρ. σκολύπτω* (πρβλ. και στόλοκρος, σκόλυμος)] … Dictionary of Greek
στόλοκρος — ον, Α 1. φαλακρός 2. άξεστος 3. (για γίδα) αυτή που δεν έχει κέρατα αλλά μικρά εξογκώματα («ταύτας δὲ καὶ στολόκρους ἔλεγον τὰς αἶγας», Ησύχ.) 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ στόλοκρον α) εξόγκωμα στα μικρά ζώα που αναπτύσσεται σε κέρατο β) κεφαλόδεσμος,… … Dictionary of Greek
NODI Crinium — globique in vicem implexi et calamistrô intorti, Graecis Grammaticis πλόκαμοι dictisunt, et βόσρυχοι. Hesychius, Πλόκαμοι κόνδυλοι τριχῶν πεπλεγμένοι, quidquid enim in nodum extuberat, κόνδυλον Graeci vocabant; unde in digitis κόνδυλοι partes,… … Hofmann J. Lexicon universale
κόννος — κόννος, ὁ (Α) 1. είδος μικρού κοσμήματος 2. γένι («τὸν κόννον καὶ τὴν κορυφαίαν ἀποκεκομηκώς», Λουκιαν.) 3. (κατά τον Ησύχ.) (στους Λάκωνες) σκόλλυς*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει πιθ. εκφραστικό αναδιπλασιασμό ( νν )] … Dictionary of Greek
σκολλυφόρος — ον, Α αυτός που έχει μία τούφα μαλλιών στην κορυφή τού κεφαλιού του, κοννοφόρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκόλλυς «τρόπος κουρέματος» + φόρος*] … Dictionary of Greek
σκολύπτω — Α (κατά τον Ησύχ.) «κολούω, κολοβῶ, ἐκτίλλω». [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός ενεστ. σχηματισμένος με επίθημα jω από την ίδια ρίζα με το ρ. σκάλλω* «σκαλίζω, γλύφω» (βλ. και λ. σκόλοπας). Το ρ. συνδέεται πιθ. με τους τ. σκόλλυς* και σκόλυθρον*, ενώ δεν… … Dictionary of Greek
σκουλ(λ)ί — το, Ν 1. δεμάτι από λαναρισμένο λινάρι, καννάθι ή μαλλί, που είναι έτοιμο για κλώσιμο 2. δέσμη από τυλιγμένο νήμα, κούκλα, ματσάκι 3. σύνολο από πράγματα που έχουν δεθεί μαζί, μάτσο 4. τρίχες τού κεφαλιού που πέφτουν άτακτα ή που δεν επιδέχονται… … Dictionary of Greek
σκουλαρίκι — Γυναικείο κόσμημα που φοριέται στο αυτί. Τα πρώτα σ. χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού και, όπως και άλλα ατομικά κοσμήματα, είχαν ίσως μαγικό χαρακτήρα. Στους αρχαίους λαούς φορούσαν σ. και οι άντρες και οι γυναίκες. Ενώ αρχικά είχαν μορφή … Dictionary of Greek
σκόλυμος — ο, ΝΑ γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων δικότυλων αγκαθωτών ποωδών φυτών τής οικογένειας σύνθετα, γνωστών σήμερα με τις κοινές ονομασίες σκολιάντρι, σκόλιαντρος, σκολύμπρι, σκόλυμπρος, ασπράγκαθα κ.ά., τα οποία… … Dictionary of Greek