-
1 σκίνδαρος
σκίνδαρος, ὁ, s. σκινϑαρίζω.
-
2 σκίνδαρος
σκίνδαροςan indecent gesture: masc nom sg -
3 σκίνδαρος
σκίνδᾰρος, ὁ,A an indecent gesture, Hsch., Phot.: hence the verbs [full] σκινδᾰρεύομαι, [full] σκινθᾰρίζω, [full] σκινθίζομαι, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκίνδαρος
-
4 σκίνδαρος
Grammatical information: m.Meaning: `an obscene gesture' (H., Phot.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)Etymology: The variation is typical of Pre-Greek. Cf. s. v. σκινδακίσαι.Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σκίνδαρος
-
5 σκίνδαροι
σκίνδαροςan indecent gesture: masc nom /voc pl -
6 σκίνδαρον
σκίνδαροςan indecent gesture: masc acc sg -
7 σκινθαρίζω
σκινθαρίζω, = σκιμαλίζω, nasenstübern, VLL.; bei Poll. 9, 126 σκανϑαρίζω; bei Hesych. scheint σκινδαρεύω, σκινδαρέω, σκινδαρίζω dasselbe zu sein; auch σκίνδαροι od. σκίνϑαροι, τὰ προςκινήματα erkl., Phot. aber sagt σκίνδαρος ἡ ἐπανάστασις νυκτὸς ἀφροδισίων ἕνεκα.
-
8 σκινθαρίζω
A v. σκίνδαρος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκινθαρίζω
-
9 σκιμᾱλίζω
σκιμᾱλίζωGrammatical information: v.Meaning: `jeer, flout' (Ar. Ach. 444, Pax 549, D.L. 7, 17); after the gramm. (Moer., Phryn., H.) = καταδακτυλίζω; after sch. Pax ad loc. `to hold up the middle finger' (sens. obsc.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (S)Etymology: Formation like κόβαλος, σκίταλος and other comedy-words (cf. Björck Alpha impurum 46f., 259f.); further unexplained. -- In the same or similar meaning σκινθαρίζω ( σκανθ- Poll.), σκινδαρ-εύεσθαι, - ίσαι H., who also mentions the nouns σκίνδαρος, - ριος. -- The word in - αλλ-(ος) seem all Pre-Greek (Beekes FS Kortlandt).Page in Frisk: 2,731Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σκιμᾱλίζω
-
10 σκινδακίσαι
Grammatical information: v.Meaning: = oΏ νύκτωρ ἐπαναστῆναί τινι ἀσελγῶς (Phot.) and σκίνδαρον προσκίνημα καὶ τὸ νύκτωρ ἐπαναστῆναι ἀκολάστως σκινδακίσαι (id.). In H. 1. σκινδαρεύεσθαι κακοσχολεύεσθαι, δακτυλίζεσθαι, σκιμαλίζεσθαι; 2. σκινδαρίσαι τὰ αὐτά; 3. σκινδαρ(ε)ιος ὄρχησις οὕτω καλουμένη; 4. σκίνδαροι τὰ προσκυνήματα (leg. προσκι-, cf. Photius s.v. σκίνδαρον); 5. σκίνδαρος ἡ ἐπανάστασις νυκτὸς ἀφροδισίων ἕνεκα.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σκινδακίσαι
-
11 σκινθαρίζω
See also: s. σκινδαροςGreek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σκινθαρίζω
См. также в других словарях:
σκίνδαρος — an indecent gesture masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκίνδαρος — ὁ, Α 1. άσεμνη χειρονομία 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἡ ἐπανάστασις νυκτὸς ἀφροδισίων ἕνεκα». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σκινδακίσαι] … Dictionary of Greek
σκίνδαροι — σκίνδαρος an indecent gesture masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκίνδαρον — σκίνδαρος an indecent gesture masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκινδάρ(ε)ιος — Α [σκίνδαρος] (κατά τον Ησύχ.) «ὄρχησις οὕτω καλουμένη» … Dictionary of Greek
σκινδακίσαι — και κατά τον Φώτ. σκινδαρίσαι ΜΑ «τὸ νύκτωρ ἐπαναστῆναί τινι ἀσελγῶς». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παράγωγο ενός κύριου ονόματος Σκίνδαξ, που μαρτυρείται στην Αμφίπολη, παράλληλου τ. τού προσηγορικού κίνδαξ «ευκίνητος, γρήγορος» με αρκτικό σ (πρβλ.… … Dictionary of Greek
σκινδαρεύομαι — Α [σκίνδαρος] (κατά τον Ησύχ.) «δακτυλίζομαι, σκιμαλίζομαι» … Dictionary of Greek
σκινθίζομαι — Α (κατά τον Ησύχ.) «λακτίζομαι». [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, η λ. συνδέεται με τον τ. σκίνδαρος] … Dictionary of Greek