-
1 σκινδακίσαι
Grammatical information: v.Meaning: = oΏ νύκτωρ ἐπαναστῆναί τινι ἀσελγῶς (Phot.) and σκίνδαρον προσκίνημα καὶ τὸ νύκτωρ ἐπαναστῆναι ἀκολάστως σκινδακίσαι (id.). In H. 1. σκινδαρεύεσθαι κακοσχολεύεσθαι, δακτυλίζεσθαι, σκιμαλίζεσθαι; 2. σκινδαρίσαι τὰ αὐτά; 3. σκινδαρ(ε)ιος ὄρχησις οὕτω καλουμένη; 4. σκίνδαροι τὰ προσκυνήματα (leg. προσκι-, cf. Photius s.v. σκίνδαρον); 5. σκίνδαρος ἡ ἐπανάστασις νυκτὸς ἀφροδισίων ἕνεκα.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σκινδακίσαι
-
2 σκίνδαρος
Grammatical information: m.Meaning: `an obscene gesture' (H., Phot.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)Etymology: The variation is typical of Pre-Greek. Cf. s. v. σκινδακίσαι.Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σκίνδαρος
См. также в других словарях:
σκινδακίσαι — και κατά τον Φώτ. σκινδαρίσαι ΜΑ «τὸ νύκτωρ ἐπαναστῆναί τινι ἀσελγῶς». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παράγωγο ενός κύριου ονόματος Σκίνδαξ, που μαρτυρείται στην Αμφίπολη, παράλληλου τ. τού προσηγορικού κίνδαξ «ευκίνητος, γρήγορος» με αρκτικό σ (πρβλ.… … Dictionary of Greek
σκίνδαρος — ὁ, Α 1. άσεμνη χειρονομία 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἡ ἐπανάστασις νυκτὸς ἀφροδισίων ἕνεκα». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σκινδακίσαι] … Dictionary of Greek
σκινδαρίσαι — ΜΑ βλ. σκινδακίσαι … Dictionary of Greek
σκινθαρίζω — και σκανθαρίζω Α (κατά τον Ησύχ.) «τῷ μέσῳ δακτύλῳ τὸν μυκτήρα παίω». [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τής καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων, άγνωστης ετυμολ. (πρβλ. σκινδαρίσαι, σκινδακίσαι*)] … Dictionary of Greek