-
1 σκιδνημι
ион. σκίδνᾱμι (= σκεδάννυμι См. σκεδαννυμι) рассеивать(τέν δύναμίν τινος Plut.)
; преимущ. med. рассеиваться, развеиваться, расходитьсяἐπὴ σφέτερα σκίδνασθαι Hom. — расходиться по своим домам;
ὑψόσε ἄχνη σκίδναται Hom. — пена разбрызгивается вверх;ἅμα ἡλίῳ σκιδναμένῳ Her. — с первыми лучами солнца;σκιδναμένης Δημήτερος Her. — в пору сева даров Деметры -
2 σκιδναμι
-
3 διασκιδνημι
(= διασκεδάννυμι См. διασκεδαννυμι) разбрасывать, раскидывать, рассеивать или разгонять(νέφεα Hom.; νῆας Hes.; τοὺς πολεμίους Plut.; ἥ κνῖσα ἐς τὸν οὐρανὸν διασκίδναται Luc.)
См. также в других словарях:
σκίδνημι — disperse pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκίδνημι — Α (δ. τ. τού σκεδάννυμι) 1. διασκορπίζω 2. μέσ. σκίδναμαι α) (για συγκεντρωμένο πλήθος) διασκορπίζομαι, διαλύομαι («σκίδνασθ ἐπὶ ἔργα ἕκαστος», Ομ. Ιλ.) β) (για οσμή) διαχέομαι, διαδίδομαι («εὐωδία ἐκ πηγῆς σκιδναμένη», Πλούτ.) γ) (για την κόρη… … Dictionary of Greek
σκίδνασθε — σκίδνημι disperse pres imperat mp 2nd pl σκίδνημι disperse pres ind mp 2nd pl σκίδνημι disperse imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιδναμένων — σκίδνημι disperse pres part mp fem gen pl σκίδνημι disperse pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιδνᾶσι — σκίδνημι disperse pres part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) σκίδνημι disperse pres ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιδνάμενον — σκίδνημι disperse pres part mp masc acc sg σκίδνημι disperse pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιδναμέναις — σκίδνημι disperse pres part mp fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιδναμένη — σκίδνημι disperse pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιδναμένην — σκίδνημι disperse pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιδναμένης — σκίδνημι disperse pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιδναμένοις — σκίδνημι disperse pres part mp masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)