Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σκύφου

См. также в других словарях:

  • σκύφου — σκύφος cup masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PANTHER — Graece Πανθὴρ, Poetis pro Panthera, quasi Πανὸς θὴρ Panis fera, quia in deliciis Pani et Baccho, ut lynces et tigres: unde in scenis Veter. versatilibus semper ante Bacchi pedes, et inter satyricas vestes pantherina quoque pellis Polluci… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • πίτυλος — ον, Α μανιώδης, παράφορος, παράφρων. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ουσ. πίτυλος* με σημ. «μανία, πάθος, λύσσα» ως επίθ.]. ο, ΝΑ νεοελλ. ο ήχος που προκαλείται από τη σύγκρουση βραχέων κυμάτων μεταξύ τους ή πάνω στο κύτος τού πλοίου ή πάνω στην ακτή, κν. αναμόμολα… …   Dictionary of Greek

  • ροπάλιον — τὸ, Α [ῥόπαλον] 1. μικρό ρόπαλο 2. τμήμα κύλικα ή σκύφου …   Dictionary of Greek

  • σκυφών — ῶνος, ὁ, Α πιθ. επικάλυμμα σκύφου ή κοίλωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκύφος + κατάλ. ών, ῶνος (πρβλ. πυλ ών)] …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Πύλου Αντωνοπούλειο — Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Πύλου χτίστηκε το 1956, με έξοδα του οδοντίατρου Χρήστου Αντωνόπουλου, για να στεγάσει τα πλούσια ευρήματα της Πυλίας που έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη. Στο μουσείο στεγάζονται αγγεία, έργα μικροτεχνίας,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»