Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

τηλέσκοπος

См. также в других словарях:

  • τηλεσκόπος — far seeing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηλέσκοπος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηλέσκοπος — ον, Α ορατός από μακριά («ἀκαμάτοιο πυρὸς τηλέσκοπος αὐγήν», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε) * + σκοπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. τανυσί σκοπος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.] …   Dictionary of Greek

  • τηλεσκόπος — ο / τηλεσκόπος, ον, ΝΑ νεοελλ. ζωολ. γένος οπισθόγλυφων φιδιών τής οικογένειας κολουμβρίδες με 15 περίπου είδη, κυρίως τής Αφρικής και τής νοτιοδυτικής Ασίας, από τα οποία το είδος Telescopus fallax απαντά και στη νοτιοανατολική Ευρώπη και στη… …   Dictionary of Greek

  • τηλεσκόποις — τηλέσκοπος masc/fem/neut dat pl τηλεσκόπος far seeing masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηλεσκόπον — τηλεσκόπος far seeing masc/fem acc sg τηλεσκόπος far seeing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηλεσκόπῳ — τηλέσκοπος masc/fem/neut dat sg τηλεσκόπος far seeing masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηλέσκοπον — τηλέσκοπος masc/fem acc sg τηλέσκοπος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηλεσκόπε — τηλεσκόπος far seeing masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -σκόπος — β συνθετικό ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. σκοπός (< σκέπτομαι) και δηλώνει αυτόν που σκέπτεται, που παρατηρεί, που εξετάζει, που μελετά ή ερευνά. Τα συνθ. σε σκοπος απαντούν ως… …   Dictionary of Greek

  • τηλ(ε)- — α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα τῆλε «μακριά» και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία τού «μακριά, σε μεγάλη απόσταση από κάποιο σημείο». Το α συνθετικό τηλ(ε) γνώρισε μεγάλη επίδοση, ιδιαίτερα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»