Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

σκολύθριον

См. также в других словарях:

  • σκολύθριον — stool neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκολύθριον — τὸ, Α [σκόλυθρον] υποκορ. μικρό έδρανο, κάθισμα …   Dictionary of Greek

  • σκολύθρια — σκολύθριον stool neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκόλυθρος — ον, Α 1. χαμηλός 2. (για πρόσ.) χαμερπής, ποταπός, τιποτένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το σκολύθριον / σκόλυθρον*] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»