Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

σκυταλίς

См. также в других словарях:

  • σκυταλίς — stick fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυταλίδα — σκυταλίς stick fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυταλίδας — σκυταλίς stick fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυταλίδες — σκυταλίς stick fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυταλίδος — σκυταλίς stick fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυταλίδων — σκυταλίς stick fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυταλίδα — η / σκυταλίς, ίδος, ΝΑ υποκορ. νεοελλ. ναυτ. φωτοβολίδα που έχει διάφορα χρώματα και η οποία ρίχνεται ψηλά με σωλήνα για την μεταβίβαση μηνύματος ή για την σήμανση τη νύχτα, στη διάρκεια γυμνασίων ή πολεμικών επιχειρήσεων αρχ. 1. μικρό ραβδί ή… …   Dictionary of Greek

  • φάκελος — (I) ο, ΝΑ, και εσφ. Υρφ. φάκελλος, Ν νεοελλ. χάρτινη θήκη για επιστολή ή για έγγραφο, η οποία κλείνει και μπορεί να σφραγιστεί 2. σύνολο εγγράφων που αναφέρονται σε ορισμένη υπόθεση («ο φάκελος τής Κύπρου») 3. το ιστορικό τής πολιτικής, κυρίως,… …   Dictionary of Greek

  • φάλαγγα — Τυπικός στρατιωτικός σχηματισμός στην αρχαία Ελλάδα, που τον αποτελούσαν πολεμιστές που παρατάσονταν κατά μέτωπο σε διάφορες σειρές και ήταν οπλισμένοι με ακόντια και ασπίδες. Με την πυκνή τάξη της, η μονάδα αυτή, εκτός του ότι αποτελούσε… …   Dictionary of Greek

  • skēu-6(t-) —     skēu 6(t )     English meaning: to cut, separate, scratch     Deutsche Übersetzung: ‘schneiden, trennen, kratzen, scharren, stochern, stöbern”     Note: extension from sek “cut, clip”     Material: O.Ind. sküu ti, skunüti, skunōti ‘stört,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»