Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σκρῑνιάριος

См. также в других словарях:

  • σκρινιάριος — secretary masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκρινιάριος — ὁ, ΜΑ γραμματέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. scriniarius «επιστάτης χαρτοφυλακίου» < scrinium (πρβλ. σκρίνιο) + κατάλ. arius (πρβλ. σιλεντι άριος)] …   Dictionary of Greek

  • σκρινιαρίοις — σκρινιάριος secretary masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκρινιαρίου — σκρινιάριος secretary masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκρινιαρίους — σκρινιάριος secretary masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκρινιαρίων — σκρινιάριος secretary masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκρινιάριοι — σκρινιάριος secretary masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκρινιάριον — σκρινιάριος secretary masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»