-
1 σκορπίος
σκορπίος, ὁ, 1) der Skorpion; Soph. frg. 35; Plat. Euthyd. 290 a; vielleicht verwandt mit σκοροβαῖος, welches Hesych. als gleichbedeutend mit σκάραβος, κάραβος anführt. – 2) ein stachliger Meerfisch, Ath. VII, 320. – 3) eine stachlige Pflanze, Theophr. – 4) eine Kriegsmaschine, Pfeile damit abzuschießen, Plut. Marcell. 15. – 5) eine Haarflechte bei Kindern, = κρωβύλος, Schol. Thuc. 1, 6.
-
2 σκορπίος
-
3 scorpio
scorpio, ōnis, m. u. scorpius u. -os, ī, m. (σκορπίων, σκορπίος), I) der Skorpion, ein giftiges Insekt, Ov. u. Plin. – II) übtr.: a) der Skorpion als Sternbild, Cic. poët., Ov. u.a. (bei Müller Cic. de nat. deor. 2, 113 groß geschrieben). – b) eine Kriegsmaschine, mit der man Steine, Pfeile u. andere Geschosse abschleuderte, der Skorpion, Caes. u. Liv.; vgl. Amm. 23, 4, 4. sqq. Veget. mil. 4, 22. – c) ein stacheliger Meerfisch (Cottus scorpio, L.), Plin. 32, 151. Petron. 35, 4. Apic. 4, 153: scorpios, Ov. hal. 116. – d) eine stachelige Pflanze (Spartium scorpius, L.), das Skorpionkraut, Plin. 22, 39: u. ein Strauch, sonst tragos gen., Plin. 13, 116 u. 27, 132. – e) ein spitzer Haufen zusammengelegter Steine als Grenzzeichen, Gromat. vet. 138, 23 u.a.: auch in der Bauernsprache scorofio, Gromat. vet. 211, 10 u.a. – f) ein Marterinstrument, Vulg. 1. regg. 12, 14. Isid. orig. 5, 27, 18.
-
4 σκόρπαινα
-
5 σκορπίων
σκορπίων, ὁ, = σκορπίος 4, Sp.
-
6 σκορπίδιον
σκορπίδιον, τό, dim. von σκορπίος, bei Pol. 8, 7, 6 ein kleines Wurfgeschoß.
-
7 τεναγ-ώδης
τεναγ-ώδης, ες, flaches, seichtes Wasser habend, sumpfig; ἅλς, Ap. Rh. 4, 1264; Ἰταλίη, Ep. ad. 528 (VII, 714); καὶ βατὴ λίμνη, Pol. 10, 8, 7; – auch im Ggstz von πελάγιος, in stehendem Wasser lebend, σκορπίος, Ath. VII, 320 d.
-
8 χαλαζήεις
-
9 ζοφόεις
-
10 βαθυ-πλήξ
-
11 ὀκτώ-πους
-
12 scorpio
scorpio, ōnis, m. u. scorpius u. -os, ī, m. (σκορπίων, σκορπίος), I) der Skorpion, ein giftiges Insekt, Ov. u. Plin. – II) übtr.: a) der Skorpion als Sternbild, Cic. poët., Ov. u.a. (bei Müller Cic. de nat. deor. 2, 113 groß geschrieben). – b) eine Kriegsmaschine, mit der man Steine, Pfeile u. andere Geschosse abschleuderte, der Skorpion, Caes. u. Liv.; vgl. Amm. 23, 4, 4. sqq. Veget. mil. 4, 22. – c) ein stacheliger Meerfisch (Cottus scorpio, L.), Plin. 32, 151. Petron. 35, 4. Apic. 4, 153: scorpios, Ov. hal. 116. – d) eine stachelige Pflanze (Spartium scorpius, L.), das Skorpionkraut, Plin. 22, 39: u. ein Strauch, sonst tragos gen., Plin. 13, 116 u. 27, 132. – e) ein spitzer Haufen zusammengelegter Steine als Grenzzeichen, Gromat. vet. 138, 23 u.a.: auch in der Bauernsprache scorofio, Gromat. vet. 211, 10 u.a. – f) ein Marterinstrument, Vulg. 1. regg. 12, 14. Isid. orig. 5, 27, 18. -
13 χαλαζήεις
См. также в других словарях:
σκορπιός — σκορπιός, ο και σκροπιός, ο 1. είδος ζώου που ανήκει στα αραχνοειδή αρθρόποδα: Τον τσίμπησε σκορπιός. 2. είδος ψαριού. 3. είδος πολεμικής μηχανής των Ρωμαίων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σκορπιός — Σκορπιός, ο και Σκροπιός, ο αστερισμός του ζωδιακού κύκλου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκόρπιος, -ια, -ιο — και σκρόπιος, ια, ιο επίρρ. ια σκορπισμένος: Τα βιβλία τα είχε σκόρπια πάνω στο γραφείο του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκορπίος — scorpion masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκορπιός — I (Αστρον.). Αστερισμός που βρίσκεται στο νότιο ημισφαίριο, ανάμεσα στο Ζυγό και στον Τοξότη. Αποτελείται από πολλά λαμπρά αστέρια, δεύτερου και τρίτου κυρίως μεγέθους, το σύνολο των οποίων σχηματίζει το σχήμα του σκορπιού. Το λαμπρότερο απ’ αυτά … Dictionary of Greek
σκορπίος — I (Αστρον.). Αστερισμός που βρίσκεται στο νότιο ημισφαίριο, ανάμεσα στο Ζυγό και στον Τοξότη. Αποτελείται από πολλά λαμπρά αστέρια, δεύτερου και τρίτου κυρίως μεγέθους, το σύνολο των οποίων σχηματίζει το σχήμα του σκορπιού. Το λαμπρότερο απ’ αυτά … Dictionary of Greek
σκόρπιος — I (Αστρον.). Αστερισμός που βρίσκεται στο νότιο ημισφαίριο, ανάμεσα στο Ζυγό και στον Τοξότη. Αποτελείται από πολλά λαμπρά αστέρια, δεύτερου και τρίτου κυρίως μεγέθους, το σύνολο των οποίων σχηματίζει το σχήμα του σκορπιού. Το λαμπρότερο απ’ αυτά … Dictionary of Greek
Ὑπὸ παντὶ λίθῳ σκορπίος. — ὑπὸ παντὶ λίθῳ σκορπίος. См. Скорпионы … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
σκορπίε — σκορπίος scorpion masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκορπίοι — σκορπίος scorpion masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκορπίους — σκορπίος scorpion masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)