Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

σκολοπία

См. также в других словарях:

  • σκολοπία — η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια φλακουρτιίδες τής τάξης βιολώδη, με 30 περίπου είδη αγκαθωτών δένδρων τών τροπικών περιοχών τής Ασίας, τής Αφρικής και τής Αυστραλίας …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»