Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

σκληρόχειρ

См. также в других словарях:

  • σκληρόχειρ — ος, ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) αυτός που έχει βαρύ χέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + χείρ «χέρι»] …   Dictionary of Greek

  • λαϊνόχειρ — λαϊνόχειρ, ειρος, ὁ, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «σκληρόχειρ». [ΕΤΥΜΟΛ. < λάϊνος «πέτρινος» + χείρ (πρβλ. αριστερό χειρ, κρατερό χειρ] …   Dictionary of Greek

  • σκληρός — I Ορεινός οικισμός (89 κάτ., υψόμ. 900 μ.), στην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ. χλμ., 89 κάτ.). II Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας. 1. Νικήτας. Πατρίκιος στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’. Το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»