-
1 σκληρόχειρ
σκληρό-χειρ, χειρος, mit harter Hand -
2 λαϊνόχειρ
λαϊνόχειρ· σκληρόχειρ, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαϊνόχειρ
-
3 λαινόχειρ
Meaning: σκληρόχειρ H.Origin: GR [a formation built with Greek elements]X [probably]Etymology: The 1. member is λάϊνος `of stone', s. λᾶας. Not with Fick 1, 538 and Bechtel Lex. s. λειριόεις (WP. 2, 388) to Lith. lainas `thin, weak'. There is no context.Page in Frisk: 2,73Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λαινόχειρ
См. также в других словарях:
σκληρόχειρ — ος, ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) αυτός που έχει βαρύ χέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + χείρ «χέρι»] … Dictionary of Greek
λαϊνόχειρ — λαϊνόχειρ, ειρος, ὁ, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «σκληρόχειρ». [ΕΤΥΜΟΛ. < λάϊνος «πέτρινος» + χείρ (πρβλ. αριστερό χειρ, κρατερό χειρ] … Dictionary of Greek
σκληρός — I Ορεινός οικισμός (89 κάτ., υψόμ. 900 μ.), στην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ. χλμ., 89 κάτ.). II Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας. 1. Νικήτας. Πατρίκιος στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’. Το… … Dictionary of Greek