Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

σκληρόν

См. также в других словарях:

  • σκληρόν — σκληρός hard masc acc sg σκληρός hard neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκληρός — I Ορεινός οικισμός (89 κάτ., υψόμ. 900 μ.), στην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ. χλμ., 89 κάτ.). II Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας. 1. Νικήτας. Πατρίκιος στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’. Το… …   Dictionary of Greek

  • σκηρόν — Α (κατά τον Ησύχ.) «σκληρόν, τραχύ». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. αντί τού τ. σκληρόν] …   Dictionary of Greek

  • стербнуть — делаться жестким, цепенеть, отмирать , укр. остербати, остербнути выздороветь, оцепенеть, затечь , др. русск. усторобити сѧ выздороветь , устребе 3 л. ед. ч. аор. ἡδρύνθη, ст. слав. страбити, оустрабити выздороветь (Еuсh. Sin., Супр.), цслав.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • επταγράμματος — ἑπταγράμματος, ον (Α) 1. αυτός που αποτελείται από επτά στοιχεία τού αλφαβήτου («ἑπταγράμματον ὄνομα», πάπ.) 2. εκείνος που δηλώνει σκληρότητα, οργή (επτά γράμματα στις λέξεις ὀργίλον, σκληρόν) ή τον Σάραπιν …   Dictionary of Greek

  • ερεθισμός — ο (Α ἐρεθισμός) [ερεθίζω] 1. εξόργιση, παρόξυνση, διέγερση 2. προτροπή, παρακίνηση 3. η οποιαδήποτε αντίδραση ενός οργανισμού σε εξωτερικές επιδράσεις, η αύξηση τής ευαισθησίας ή ευπάθειας ενός οργάνου τού σώματος, η φλόγωση νεοελλ. (ψυχολ.) κάθε …   Dictionary of Greek

  • θλαστός — θλαστός, ή, όν (Α) [θλω] 1. σπαστός, τσακιστός, τσακισμένος («θλαστή ἐλάα», Αριστοφ.) 2. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να συνθλίψει ή να συντρίψει, («τὸ δὲ σκληρὸν αὐτῶν ἐστιν οὐ θραυστόν, ἀλλά θλαστόν», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • κέντρο — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 640 μ., 114 κάτ.) του νομού Γρεβενών. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, αριστερά του ποταμού Αλιάκμονα, 30 χλμ. ΝΑ της πόλης των Γρεβενών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βεντζίου. 2.… …   Dictionary of Greek

  • μαλάζω — και μαλάσσω (AM μαλάσσω, Α αττ. τ. μαλάττω) 1. κάνω κάτι μαλακό τρίβοντάς το με το χέρι ή με μηχανή 2. (σχετικά με μέταλλο) καθιστώ επεξεργάσιμο, μαλακώνω («ὁ σίδηρος ἐν τῷ πυρὶ μαλασσόμενος αὖθις ὑπὸ ψυχροῡ πυκνοῡται», Πλούτ.) 3. καταπραΰνω,… …   Dictionary of Greek

  • μεταδίωξις — μεταδίωξις, ἡ (Α) [μεταδιώκω] επιδίωξη, αναζήτηση, ανίχνευση, «κυνήγι» («ἡ δὲ μεταδίωξις σκληρόν», Πολυδ.) …   Dictionary of Greek

  • μόγος — μόγος, ὁ (Α) 1. μόχθος, κόπος, κοπιώδης εργασία («ἱδρῶθ , ὃν ἵδρωσα μόγῳ», Ομ. Ιλ.) 2. ταλαιπωρία, στενοχώρια («μόγος ἔχει» Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζεται σπάνια, ενώ, αντίθετα, χρησιμοποιείται συχνότερα η συνώνυμη της μόχθος.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»