-
1 σκληρός
σκληρός ῖσκέλλωἱ, trocken, dürr, ἐλαία, Pind. Ol. 7, 29; spröde, hart, mager, γῆ, Aesch. Pers. 311; steif, σκέλος, im Ggstz von ὑγρός u. χαλαρός, Xen. Eq. 1, 6. 7, 6; Arist. probl. 30, 1; von der Stimme und vom Schall, dumpf, heiser, rauh, hohl, σκληρὸν ἐβρόντησε, Hes. Th. 839, wie σκληραὶ βρονταί Her. 8, 12; u. übertr.: σκληρᾶς ἀοιδοῠ, der grausamen Sphinx, Soph. O. R. 36; τὰ σκλήρ' ἄγαν φρονήματα, Ant. 469; ψυχή, Ai. 1340; σκληρὰ μαλϑακῶς λέγων, O. C. 778; ϑράσος, Eur. Andr. 260, u. öfter; δαίμων, Ar. Nubb. 1246; σκληρὸς τοὺς τρόπους, Pax 350; σκληρῶς καϑήμενος, Equitt. 780; καὶ αὐχμηρός, Plat. Conv. 203 c; Ggstz μαλακός Prot. 331 d, μαλϑακός Conv. 195 d; καὶ ἀμετάστροφος, Crat. 407 d; ἦϑος, ein harter, unbeugsamer Charakter, Conv. 195 e; Ggstz εὐηϑικός, Charm. 175 d; σκληρῶς ἀπειλεῖν, Legg. X, 885 d; τὸ τῶν βίων σκληρόν, Pol. 4, 21, 1. – Vgl. σκληφρός.
-
2 σφεδανός
σφεδανός (mit σφοδρός zusammenhangend), eifrig, heftig, ungestüm, gewaltsam; Hom. nur adverbial, σφεδανὸν κελεύω, Il. 11, 165. 16, 372, ὁ δὲ σφεδανὸν ἔφεπ' ἔγχεϊ, 21, 542; sp. D., γένυες λέοντος Antp. Sid. 27 (VI, 219), κάρηνον Nic. Th. 642, wo es τραχύ, σκληρὸν ἢ σφιγκτόν erklärt wird. – Die Ableitung des Wortes war schon den Alten unsicher, die deshalb σφαδανόν, wie von σφαδάζω, od. σφεδανῶν = φονεύων, auch getrennt σφε δανῶν schreiben wollten.
-
3 κιρνάω
κιρνάω, u. κίρνημι, poet. = κεράννυμι, nur praes. u. impf.; bes. Wein mit Wasser mischen; μελίφρονα οἶνον ἐκίρνα Od. 7, 182, vgl. 10, 356. 13, 53; κίρνη οἶνον, er mischte Wein, 14, 78. 16, 52; κιρνὰς οἶνον 16, 14; – auch κρητῆρα κίρναμεν μελέων, Pind. I. 5, 3, wie κόμπον ἀοιδᾷ 4, 27; pass., κιρναμένα ἐέρσα N. 3, 75; κιρνάντες τὴν πόλιν Ar. frg. 555; κιρνᾷ κρητῆρα οἴ. νου Her. 4, 66; κιρνάναι Ath. X, 126 e u. ibd. κιρνᾶσϑαι; Sp., wie μαλάττειν καὶ κιρνᾶν τὸ τῆς φύσεως σκληρόν Pol. 4, 21, 3; τὰ κιρνάμενα ἐξ – S. Emp. pyrrh. 3, 57; ἐκίρνη App. Hithrid. 111; μελίπηκτα κιρνᾶν Luc. as. 46. Nach Moeris ist der imperat. κίρνη attisch, κίρνα hellenistisch.
-
4 μετα-δίωξις
μετα-δίωξις, ἡ, das Verfolgen, Nachsetzen, von Poll. 5, 165 als σκληρόν getadelt.
-
5 μαλάσσω
μαλάσσω, att. μαλάττω, weichmachen, verweichlichen, entkräften, ἐν παγκρατίου στόλῳ μαλαχϑείς Pind. N. 3, 16; πρὸς ϑεῶν μαλάσσου, laß dich erweichen, Soph. Ai. 589, der auch πρὶν ἂν νόσου μαλαχϑῇς τῆςδε sagt, Phil. 1318, von der Krankheit erleichtert, befreit werden; ὀργὰς μαλάσσουσ' ἀνδρός Eur. Alc. 774, wie χρόνος μαλάξει σε 382; vom Gerber, das Leder weich, gar machen, worauf Ar. Equ. 388 anspielt, ἐὰν μαλάξῃς αὐτὸν ἐν τῇ προςβολῇ; ὥςπερ σίδηρον ἐμάλαξε Plat. Rep. III, 411 b (vgl. Plut. Alc. 6); αἳ τοὺς ϑυμοὺς μαλάττουσαι κηρίνους ποιοῦσιν Legg. I, 633 d, u. so auch bei den Folgdn oft übertr., ὁ Διόνυσος ὥςπερ ἐν πυρὶ (auf das Schmieden des Eisens im Feuer gehend) οἴνῳ μαλάσσει τὰ ἤϑη, Plut. Sept. sap. conv. 13; μαλάττειν τὸ τῆς φύσεως σκληρόν, Pol. 4, 21, 3.
-
6 αὐχμηρός
αὐχμηρός, trocken, dürr, τόπος, Plat. Legg. VI, 761 b; νῶτα Λιβύης Ep. ad. 398 (VII, 626); ἠϊόνες ad. 128 (VI, 23); so ϑέρος, δίψα, Ep. ad. 176; Mel. 10 (VI, 21. XII, 133); αὐχμηρὸν οὖδας Eur. Alc. 950; übh. schmutzig, verwildert, ϑρίξ Soph. frg. 422; πλόκαμος Eur. Or. 587; χαίτη Theocr. 25, 225; αὐχμηρὰ τὴν κόμην Luc. Somn. 6; βίος, Saltat. 1, wo dabei steht μόνον τὸ σκληρὸν ἀγαϑὸν ἡγούμενος; wie Plat. αὐχμηρὸς καὶ σκληρός Conv. 203 c; Ar. Nubb. 910 steht dem αὐχμεῖν αἰσχρῶς – εὖ πράττειν entgegen; aber Plut. 84 ist es, wie aus dem Folgdn erhellt, ungewaschen. Bei Philip. ep. 17 (VI, 62) ist αὐχμηρὸς λίϑος der Bimsstein; Sp. arm, dürftig, Man. 2, 454.
-
7 ἀντί-παλος
ἀντί-παλος ( πάλη) 1) gegenringend, κράτος Aesch. Prom. 526; vgl. Pind. Ol. 8, 71; Epigr. bei Dem. 18, 289; ὁ, Gegner, Widersacher, Feind, Aesch. Sept. 399; Pind. N. 11, 26 u. sonst bei Dichtern; auch Thuc. u. Xen. oft (obgleich Poll. diesen Gebrauch σκληρόν nennt); Plat. Menex. 240 a; Alc. I, 119 e; Pol. u. Plut. τὸ ἀντίπαλον, die Gegenpartei. Gew. τινί, auch πρός τι. γνῶμαι ἀντίπαλοι πρὸς ἀλλήλας, einander widerstreitende Ansichten, Thuc. 3, 49; τινός Eur. Alc. 925. – 2) gegen etwas ankämpfend, schützend, φάρμακον γοητείας ἀντ. Palld. 113 (X, 50). – 3) im Kampfe gewachsen, παρασκευή Thuc. 4, 10; κίνδυνος 4, 73; μάχη, unentschieden, 7, 71; ἀντίπαλα ναυμαχεῖν, ein unentschiedenes Seetreffen liefern, 7, 34; ναυμαχία Lys. 2, 38; übh. entsprechend, ἤϑη (μεγάλῃ πόλει) ἀντίπαλα Thuc. 2, 61; vgl. Eur. I. T. 431 ποιναί; τὴν πολιτείαν εἰς ἀντίπαλον καϑιστάναι, ins Gleichgewicht bringen, Plut.; Thuc. 7, 13 ἐπειδὴ ἐς ἀντίπαλα καϑεστήκαμεν, nachdem wir den Feinden an Kräften gleich geworden; vgl. 4, 117; ἀντίπαλος τριήρης, gleichgroßes Kriegsschiff, 4, 120. – Adv. ἀντιπάλως, im Ggstz von ὑποδεεστέρως, Thuc. 8, 87. – Bei Aesch. Spt. 417 der Vertreter im Kampf.
-
8 ἀ-μετά-στροφος
ἀ-μετά-στροφος, nicht umzukehren, unabänderlich, Plat. Rep. X, 620 e; σκληρὸν καὶ ἀμ. Crat. 407 d; Sp. – Comparat., Epin. 982 c.
-
9 ἄρακος
ἄρακος, ὁ, eine Hülsenfrucht, die unter den Linsen als Unkraut wächst, τραχὺ καὶ σκληρόν Theophr.; Diosc.; neben πυροὶ καὶ πτισάνη Ar. bei Galen.; nach Hes. = λάϑυρος; – nach Galen. auch ἄραχος geschrieben.
-
10 ἄῤ-ῥατος
ἄῤ-ῥατος (ῥάω, ῥαίω?), unzerbrechlich, fest, τὸ σκληρὸν ὃ δὴἄρ. καλεῖται Plat. Crat. 407 d; dierichtige Lesart Rep. VII, 535 b καὶ φιλόπονος, also unermüdlich.
См. также в других словарях:
σκληρόν — σκληρός hard masc acc sg σκληρός hard neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκληρός — I Ορεινός οικισμός (89 κάτ., υψόμ. 900 μ.), στην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ. χλμ., 89 κάτ.). II Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας. 1. Νικήτας. Πατρίκιος στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’. Το… … Dictionary of Greek
σκηρόν — Α (κατά τον Ησύχ.) «σκληρόν, τραχύ». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. αντί τού τ. σκληρόν] … Dictionary of Greek
стербнуть — делаться жестким, цепенеть, отмирать , укр. остербати, остербнути выздороветь, оцепенеть, затечь , др. русск. усторобити сѧ выздороветь , устребе 3 л. ед. ч. аор. ἡδρύνθη, ст. слав. страбити, оустрабити выздороветь (Еuсh. Sin., Супр.), цслав.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
επταγράμματος — ἑπταγράμματος, ον (Α) 1. αυτός που αποτελείται από επτά στοιχεία τού αλφαβήτου («ἑπταγράμματον ὄνομα», πάπ.) 2. εκείνος που δηλώνει σκληρότητα, οργή (επτά γράμματα στις λέξεις ὀργίλον, σκληρόν) ή τον Σάραπιν … Dictionary of Greek
ερεθισμός — ο (Α ἐρεθισμός) [ερεθίζω] 1. εξόργιση, παρόξυνση, διέγερση 2. προτροπή, παρακίνηση 3. η οποιαδήποτε αντίδραση ενός οργανισμού σε εξωτερικές επιδράσεις, η αύξηση τής ευαισθησίας ή ευπάθειας ενός οργάνου τού σώματος, η φλόγωση νεοελλ. (ψυχολ.) κάθε … Dictionary of Greek
θλαστός — θλαστός, ή, όν (Α) [θλω] 1. σπαστός, τσακιστός, τσακισμένος («θλαστή ἐλάα», Αριστοφ.) 2. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να συνθλίψει ή να συντρίψει, («τὸ δὲ σκληρὸν αὐτῶν ἐστιν οὐ θραυστόν, ἀλλά θλαστόν», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
κέντρο — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 640 μ., 114 κάτ.) του νομού Γρεβενών. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, αριστερά του ποταμού Αλιάκμονα, 30 χλμ. ΝΑ της πόλης των Γρεβενών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βεντζίου. 2.… … Dictionary of Greek
μαλάζω — και μαλάσσω (AM μαλάσσω, Α αττ. τ. μαλάττω) 1. κάνω κάτι μαλακό τρίβοντάς το με το χέρι ή με μηχανή 2. (σχετικά με μέταλλο) καθιστώ επεξεργάσιμο, μαλακώνω («ὁ σίδηρος ἐν τῷ πυρὶ μαλασσόμενος αὖθις ὑπὸ ψυχροῡ πυκνοῡται», Πλούτ.) 3. καταπραΰνω,… … Dictionary of Greek
μεταδίωξις — μεταδίωξις, ἡ (Α) [μεταδιώκω] επιδίωξη, αναζήτηση, ανίχνευση, «κυνήγι» («ἡ δὲ μεταδίωξις σκληρόν», Πολυδ.) … Dictionary of Greek
μόγος — μόγος, ὁ (Α) 1. μόχθος, κόπος, κοπιώδης εργασία («ἱδρῶθ , ὃν ἵδρωσα μόγῳ», Ομ. Ιλ.) 2. ταλαιπωρία, στενοχώρια («μόγος ἔχει» Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζεται σπάνια, ενώ, αντίθετα, χρησιμοποιείται συχνότερα η συνώνυμη της μόχθος.… … Dictionary of Greek