-
1 σκιρώδης
σκῑρ-ώδης, ες,A of a hard nature, callous, Poll.4.203, Gal.6.527.II 'obstinate', of epilepsy, Id.11.374.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκιρώδης
-
2 σκίρωμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκίρωμα
-
3 σκιρράς
A v. σκῖρος3 [full] σκίρρον, [suff] σκιρρός, [suff] σκιρρόομαι, [suff] σκιρρων, [suff] σκιρρωσις, v. σκιρ-.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκιρράς
-
4 σκῖρος
Grammatical information: m.Meaning: `induration, callus, hard tumour' (medic.), `hard, scrubby ground, scrub' (Tab. Heracl.).Other forms: - ρρ-, also σκῦρ-); σκῖρος m., - ον n. `crust, rind, cheese-rind, herdened dirt' (com.); also `hard, white matter, gypsum' (sch. Ar. V. 921, Suid.), in this meaning also σκίρρα (Suid.), γῆ σκιρράς (sch. Ar. V. 921); γῆ λευκή ὥσπερ γύψος Su.Derivatives: σκιρρίτης m. `gypsum-worker' (Zonar., Redard 36). -- Abstractformation σκιρρ-ίη f. `induration' (Aret.; Scheller 56), ἀκροσκιρ-ίαι f. pl. `high scrubby lands' (Tab. Heracl.); adj. σκιρ(ρ)-ός `hard' (Plu., Them. a. o.), - ώδης `callous' (Gall., Poll.); verb - όομαι, also w. έπι- a. o., `to harden, to take root' (Sophr., medic.) with - ωμα n. `induration' (Dsc.). - ωσις f. `id.' (Sor., Gal.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Unexplained. Cf. σκῦρος. -- Furnée 387 takes the word a Pre-Greek, which seems quite prob.Page in Frisk: 2,734Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σκῖρος
См. также в других словарях:
σκίρ(ρ)ωση — η / σκίρ(ρ)ωσις, ώσεως, ΝΑ [σκιρ(ρ)ῶ] νεοελλ. ιατρ. νεοπλασία σκιρρώδους φύσεως αρχ. κίρρωση … Dictionary of Greek
σκιρ(ρ)ίτης — ὁ, Μ τεχνίτης που κάνει επιχρίσεις με γύψο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκίρ(ρ)α «σκληρή γη, γύψινη» + επίθημα ίτης (πρβλ. ποταμ ίτης)] … Dictionary of Greek
σκιρ(ρ)αίνω — Α [σκιρός / σκῑρος] (συν. το παθ.) σκιρ(ρ)αίνομαι (για σίδηρο) γίνομαι σκληρός, σκληραίνω με βαφή … Dictionary of Greek
σκιρ(ρ)ωνοβορράς — ο, Ν 1. βορειοδυτικός άνεμος, κν. γνωστός και ως μαϊστροτραμουντάνα 2. (κατ επέκτ.) το μεταξύ τού Βορρά και τού Σκίρωνος δευτερεύον σημείο τού ορίζοντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκίρ(ρ)ων(ας) «είδος ανέμου» + βορράς. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο… … Dictionary of Greek
σκιρ(ρ)ωνοζέφυρος — ο, Ν 1. δυτικοβορειοδυτικός άνεμος, κν. γνωστός και ως πουνεντομαΐστρος ή μαϊστροπουνέντες 2. (κατ επέκτ.) το μεταξύ τού Ζεφύρου και τού Σκίρωνος δευτερεύον σημείο τού ορίζοντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκίρ(ρ)ων(ας) + ζέφυρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1858… … Dictionary of Greek
σκίρ(ρ)α — ΜΑ (κατά το λεξ. Σούδα) «γῆ λευκή, ὥσπερ γύψος». [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού σκῖρος* (ὁ)] … Dictionary of Greek
σκιρ(ρ)οδετώ — έω, Ν βλ. σκυροδετώ … Dictionary of Greek
σκιρ(ρ)οκονίαμα — το, Ν βλ. σκυροκονίαμα … Dictionary of Greek
σκιρ(ρ)ωτός — ή, ό, Ν βλ. σκυρωτός … Dictionary of Greek
σκιρ(ρ)όδεμα — το, Ν βλ. σκυρόδεμα … Dictionary of Greek
σκιρ(ρ)όδεση — η, Ν βλ. σκυρόδεση … Dictionary of Greek