-
1 σκινδάριον
σκινδάριον, τό, ein unbekannter Fisch, Anaxandr. bei Ath. III, 105 f.
-
2 σκινδάριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκινδάριον
-
3 σκινδάριον
σκινδάριον, τό, ein unbekannter Fisch -
4 σκινδάριον
Grammatical information: n.Meaning: name of an unknown fish (Anaxandr. 27, 4).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: For *σκινιδάριον from σκινίς (Gal. v. l.) = σκιαινίς (s. σκιά)? Fraenkel Nom.. ag. 2, 177 f. (w. lit.); s. also Hiersche Ten. aspiratae 216. -- The word seems Pre-Greek.Page in Frisk: 2,732Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σκινδάριον
-
5 σκινδαρίοις
σκινδάριονneut dat pl
См. также в других словарях:
σκινδάριον — τὸ, Α είδος άγνωστου ιχθύος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. μαρτυρείται στη δοτ. πληθ. σκινδαρίοις και, κατά μία άποψη, ανάγεται σε αμάρτυρο τ. *σκινιδάριον, υποκορ. τού τ. σκινίς, παράλληλου τ. τού σκιαινίς (βλ. λ. σκίαινα)] … Dictionary of Greek
σκινδαρίοις — σκινδάριον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)