-
1 σκιαινίς
-
2 σκιαινίς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκιαινίς
-
3 σκιαινίδες
σκιαινίςfem nom /voc pl -
4 σκινίς
A v. σκιαινίς. [full] σκιογράφος, v. σκιαγράφος. -
5 σκινδάριον
Grammatical information: n.Meaning: name of an unknown fish (Anaxandr. 27, 4).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: For *σκινιδάριον from σκινίς (Gal. v. l.) = σκιαινίς (s. σκιά)? Fraenkel Nom.. ag. 2, 177 f. (w. lit.); s. also Hiersche Ten. aspiratae 216. -- The word seems Pre-Greek.Page in Frisk: 2,732Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σκινδάριον
См. также в других словарях:
σκιαινίς — ίδος, ἡ, Α βλ. σκίαινα … Dictionary of Greek
σκιαινίδες — σκιαινίς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκίαινα — η, ΝΑ, και σκιαινίς και δ. αν. σκινίς, ίδος, Α νεοελλ. γένος περκόμορφων ιχθύων τής οικογένειας σκιαινίδες και λόγια ονομασία ψαριών που είναι γνωστά με τις κοινές ονομασίες μυλοκόπι, κρανιός και καλιακούδα ή σικιός αρχ. είδος θαλάσσιου ψαριού… … Dictionary of Greek
σκινίς — ίδος, ἡ, Α (δ. αν.) βλ. σκιαινίς … Dictionary of Greek
σκινδάριον — τὸ, Α είδος άγνωστου ιχθύος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. μαρτυρείται στη δοτ. πληθ. σκινδαρίοις και, κατά μία άποψη, ανάγεται σε αμάρτυρο τ. *σκινιδάριον, υποκορ. τού τ. σκινίς, παράλληλου τ. τού σκιαινίς (βλ. λ. σκίαινα)] … Dictionary of Greek