-
1 σκινδαλαμος
атт. σχινδάλᾰμος (δᾰ) ὅ досл. щепка, заноза, перен. тонкость, уловка Luc.λόγων σχινδάλαμοι Arph. — словесные тонкости, хитросплетения
-
2 σχινδαλαμος
См. также в других словарях:
σκινδάλαμος — splinter masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκινδάλαμος — και σκινδαλαμός και σκινδαλμός, ὁ, Α βλ. σχινδάλαμος … Dictionary of Greek
σκινδαλάμοις — σκινδάλαμος splinter masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκινδαλάμους — σκινδάλαμος splinter masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκινδαλάμων — σκινδάλαμος splinter masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκινδάλαμοι — σκινδάλαμος splinter masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχινδάλαμος — σκινδάλαμος splinter masc nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκινδαλαμίζω — Μ [σκινδάλαμος] εξετάζω, ερευνώ κάτι πλήρως … Dictionary of Greek
σχινδάλαμος — και σχινδαλμός και σκινδάλαμος και σκινδαλμός, ὁ, Α 1. λεπτό απόσχισμα ξύλου, πελεκούδι, σχίζα 2. μτφ. α) (για λόγο) σόφισμα β) σοφιστική, εξονυχιστική εξέταση ενός ασήμαντου θέματος. [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. σχίζω] … Dictionary of Greek