-
1 σκινδάλαμος
σκινδάλαμος ὁ, zsgzgn σκινδαλμός, attisch σχινδάλαμος u. σχινδαλμός, s. Ruhnk. Tim. 32 u. Piers. Moer. 360, ein gespaltenes, zugespitztes Stück Holz, Schindel, auch Pfahl, Spitzpfahl. – Uebertr.: βραδὺς λόγων ἀκριβῶν σχινδαλάμους μαϑήσομαι Ar. Nubb. 131; σχινδαλάμων παραξόνια (s. dieses Wort) Ran. 818; Spitzfindigkeiten, Schol. λεπτολογίαι, ἀπὸ τῆς σχίσεως τῶν καλάμων; Alciphr. 3, 64 σκινδαλμοὺς λόγων ἐκμαϑών; vgl. Luc. diss. c. Hes. 5.
-
2 σκινδάλαμος
σκινδάλαμος ὁ, ein gespaltenes, zugespitztes Stück Holz, Schindel, auch Pfahl, Spitzpfahl. Übertr., Spitzfindigkeiten -
3 σχινδάλαμος
σχινδάλαμος, ὁ, att. statt σκινδάλαμος, = Folgendem, Ar. Nubb. 131 Ran. 878.
-
4 σκινδαλμός
σκινδαλμός, ὁ, zsgzgn statt σκινδάλαμος.
См. также в других словарях:
σκινδάλαμος — splinter masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκινδάλαμος — και σκινδαλαμός και σκινδαλμός, ὁ, Α βλ. σχινδάλαμος … Dictionary of Greek
σκινδαλάμοις — σκινδάλαμος splinter masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκινδαλάμους — σκινδάλαμος splinter masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκινδαλάμων — σκινδάλαμος splinter masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκινδάλαμοι — σκινδάλαμος splinter masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχινδάλαμος — σκινδάλαμος splinter masc nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκινδαλαμίζω — Μ [σκινδάλαμος] εξετάζω, ερευνώ κάτι πλήρως … Dictionary of Greek
σχινδάλαμος — και σχινδαλμός και σκινδάλαμος και σκινδαλμός, ὁ, Α 1. λεπτό απόσχισμα ξύλου, πελεκούδι, σχίζα 2. μτφ. α) (για λόγο) σόφισμα β) σοφιστική, εξονυχιστική εξέταση ενός ασήμαντου θέματος. [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. σχίζω] … Dictionary of Greek