-
1 σκινδαψός
σκινδαψόςa four-stringed musical instrument: masc nom sg -
2 σκινδαψός
Grammatical information: m.Meaning: name of a musical instruments with four strings with thorn-like appendices (middl. com. a. o.), also des. for a senseless word (Artem., S.E. a.o.); name of an ivy-like plant (Clitarch.; cf. Dawkins JHSt. 56, 9 f.).Other forms: Without anl. σ-: κινδαψός (Timo, H.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Ending like the semant. quite remote λυκ-αψός, χορδ-αψός (s. λύκος and χορδή); further unclear foreign word like κιθάρα, βάρβιτος and many other instrument-names. Hypothetic suppositions by Stephanides PhilWoch. 50, 1438 ff. -- The word seems Pre-Greek without clear indications.Page in Frisk: 2,732-733Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σκινδαψός
-
3 σκινδαψός
σκινδαψ-ός, ὁ,2 a word without meaning, a 'what d'ye call it', 'so-and-so', Artem.4.2, S.E.M.8.133, Gal.7.348, Herm.in Phdr.p.180 A., St.Byz. s.v. Γαληψός:—in mock-heroic form, νοῦν δ' εἶχεν ἐλάσσονα κινδαψοῖο Timo 38.III κινδαψοί· ὄρνεα, καὶ ὄργανα κιθαριστήρια, καὶ Ἰνδοί, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκινδαψός
-
4 σκινδαψοί
σκινδαψόςa four-stringed musical instrument: masc nom /voc pl -
5 σκινδαψούς
σκινδαψόςa four-stringed musical instrument: masc acc pl -
6 σκινδαψόν
σκινδαψόςa four-stringed musical instrument: masc acc sg -
7 σκινδαψοίο
-
8 σκινδαψοῖο
-
9 σκινδαψού
-
10 σκινδαψοῦ
-
11 σκινδαψώ
-
12 σκινδαψῷ
-
13 κίνδαλος
κίνδαλος, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κίνδαλος
-
14 λυρόεις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λυρόεις
-
15 τραγέλαφος
τραγ-έλᾰφος, ὁ,A goat-stag, a fantastic animal, represented on Eastern carpets and the like , Ar.Ra. 937;οἱ γραφῆς τραγελάφους καὶ τὰ τοιαῦτα μειγνύντες γράφουσιν Pl.R. 488a
, cf. Arist.APr. 49a24, APo. 92b7;ποῦ ἐστὶ τ. ἢ σφίγξ; Id.Ph. 208a30
.2 a drinking-cup, which had such a creature worked in relief on the fore-part, or was itself in this shape, Antiph. 224.4, Diph.80, Men.24, etc.; soθρόνος.. ἔχων τραγελάφων προτομὰς ἐκτύπους, ἐξ ὧν ἤρτηντο κρίκοι D.S.18.26
; as a signet, IG22.1388.62, Inscr.Délos 442 B 191 (ii B. C.).3 a what's-itsname, thingumbob, τίθεται (sc. σκινδαψός) καὶ κατ' οὐδενὸς (fort. καὶ ἐπὶ τοῦ δεῖνος legend.)ὡς τὸ τραγέλαφος St.Byz.
s.v. Γαληψός.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τραγέλαφος
-
16 ἀφάνα
См. также в других словарях:
σκινδαψός — a four stringed musical instrument masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκίνδαψος — ο, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων πολυετών αναρριχητικών ποωδών φυτών τών θερμών περιοχών κυρίως τής νοτιοανατολικής Ασίας, με 50 περίπου είδη, αλλ. πόθος … Dictionary of Greek
σκινδαψός — ὁ, ΜΑ και, κατά τον Ησύχ., κινδαψός Α 1. λέξη ή φράση χωρίς σημασία την οποία λέει κανείς όταν δεν είναι βέβαιος για μια άλλη λέξη, όπως λ.χ. «πώς τό λένε» αρχ. 1. τετράχορδο μουσικό όργανο 2. οικέτης ή όνομα οικέτη 3. είδος φυτού που μοιάζει με… … Dictionary of Greek
σκινδαψοῖο — σκινδαψός a four stringed musical instrument masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκινδαψοί — σκινδαψός a four stringed musical instrument masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκινδαψοῦ — σκινδαψός a four stringed musical instrument masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκινδαψούς — σκινδαψός a four stringed musical instrument masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκινδαψῷ — σκινδαψός a four stringed musical instrument masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκινδαψόν — σκινδαψός a four stringed musical instrument masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινδαψός — κινδαψός, ὁ (Α) 1. (λ. που χρησιμοποιούσε ο ομιλητής όταν δεν μπορούσε να βρει την κατάλληλη έκφραση) πες το..., «πώς τό λένε...», σκινδαψός* 2. (κατά τον Ησύχ.) «κινδαψοί ὄρνεα και ὄργανα κιθαριστήρια, καὶ Ἰνδοί». 3. τετράχορδο μουσικό όργανο 4 … Dictionary of Greek
σκινδαψίζομαι — Α [σκινδαψός] μιλώ μεταχειροζόμενος σκινδαψούς, δηλαδή λέξεις χωρίς σημασία … Dictionary of Greek