-
1 σκηνίπτω
σκηνίπτω, = σκνίπτω, nur bei Gramm.; doch hat Nic. Th. 193 die Zusammensetzung διασκηνίπτω.
-
2 σκηνίπτω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκηνίπτω
-
3 σκηνίπτω
Grammatical information: v.Meaning: only ἐσκήνιψε διέφθειρε, διεσκέδασεν and διασκηνῖψαι διαφορῆσαι, διασπεῖραι. διεσκηνίφθη δε διεσωματίσθη H.; to this γαίῃ... διεσκήνιψε `shattered to the floor' (Nic. Th. 193).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Popular expressive contamination of σκήπτω and the words discussed s. κνίψ, esp. κνιπεῖν σείειν and σκνίπτειν νύσσειν H.; Chantr. objects that the word quoted do not fit the sense. Cf. Kretschmer Glotta 24, 87 (against Specht KZ 61, 142 ff.). -- Cf. σκηρίπτομαι.Page in Frisk: 2,728Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σκηνίπτω
-
4 δια-σκηνίπτω
δια-σκηνίπτω, zerkneipen, zerbrechen, Nic. Th. 193.
-
5 σκνίπτω
-
6 σκνίπτω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκνίπτω
-
7 διασκηνίπτω
δια-σκηνίπτω, zerkneipen, zerbrechen -
8 σκηρίπτομαι
Grammatical information: v.Meaning: `to support oneself, to uphold oneself' (Od., Nic., Ph.), act. (second., Wackernagel Unt. 131) σκηρίπτω `to support, to uphold' (A. R.), δια- σκηρίπτομαι (AP), ἐπι- σκηρίπτομαι (H. on ἐπισκή-πτω); only pres.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Expressive cross of σκήπτομαι and στηρίξασθαι, ἐστήρικται (pres. στηρίζομαι, -ω first trag.); Wackernagel l.c. a. 1, McKenzie Class Quart. 15, 47. The suppletive pair σκηρίπτομαι: στηρίξασθαι served also a euphonic dissimilation of otherwise arising *στηρίπτομαι: *σκηρίξασθαι; cf. Bechtel Lex. s. v., also Schwyzer 644 w. n. 2. -- Cf. σκηνίπτω.Page in Frisk: 2,729-730Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σκηρίπτομαι
См. также в других словарях:
σκηνίπτω — Α (κατά τον Ησύχ.) «διαφθείρω». [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. που έχει σχηματιστεί πιθ. από συμφυρμό τών ρ. σκήπτω και ῥίπτω (πρβλ. σκηρίπτομαι). Κατ άλλη άποψη, ο τ. συνδέεται με τα: κνιπεῖν σείειν και σκνίπτω «τσιμπώ, κεντώ» (πρβλ. κνίψ)] … Dictionary of Greek