-
1 διασκηνίπτω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διασκηνίπτω
-
2 διασκηνίπτω
δια-σκηνίπτω, zerkneipen, zerbrechen -
3 σκηνίπτω
σκηνίπτω, = σκνίπτω, nur bei Gramm.; doch hat Nic. Th. 193 die Zusammensetzung διασκηνίπτω.
-
4 σκηνίπτω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκηνίπτω
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий