Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἄσκευος

См. также в других словарях:

  • άσκευος — ἄσκευος, ον (AM) [σκεύος] 1. αυτός που δεν έχει σκεύη 2. αυτός που στερείται κάτι αναγκαίο μσν. «τον ἄσκευον και ἄυλον διαθλευόντων βίον» για την ασκητική ζωή αρχ. 1. ο απροετοίμαστος 2. ο ανεπιτήδευτος, ο απλός 3. ἄσκευοι στρατιώτες με ελαφρό… …   Dictionary of Greek

  • ἄσκευος — unfurnished masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄσκευον — ἄσκευος unfurnished masc/fem acc sg ἄσκευος unfurnished neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσκεύοις — ἄσκευος unfurnished masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσκεύου — ἄσκευος unfurnished masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσκεύους — ἄσκευος unfurnished masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄσκευοι — ἄσκευος unfurnished masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτόσκευος — αὐτόσκευος, ον (AM) αυτός που δεν έχει κατασκευαστεί από τεχνίτη, άτεχνος, κακότεχνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο + σκευος < σκευή «εξοπλισμός» (πρβλ. άσκευος, ομόσκευος)] …   Dictionary of Greek

  • ԱՆՊԱՃՈՅՃ — (ճուճի, ից.) NBH 1 0225 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 9c, 12c ա. εὑτελής, ἁκαλλώπιστος, ἅσκευος simplex, incultus, supellectilis expers Օտար ʼի պաճուճանաց կամ ʼի զարդուց, ʼի յօրինուածոց եւ ʼի հանդերձանաց սպասուց.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»