-
1 ἄσκευος
ἄ-σκευος u. ἀ-σκευής ( σκευή), ohne Gerät, ohne Rüstung; ohne Waffen u. Heer -
2 εὔ-σκευος
-
3 εὔσκευος
См. также в других словарях:
άσκευος — ἄσκευος, ον (AM) [σκεύος] 1. αυτός που δεν έχει σκεύη 2. αυτός που στερείται κάτι αναγκαίο μσν. «τον ἄσκευον και ἄυλον διαθλευόντων βίον» για την ασκητική ζωή αρχ. 1. ο απροετοίμαστος 2. ο ανεπιτήδευτος, ο απλός 3. ἄσκευοι στρατιώτες με ελαφρό… … Dictionary of Greek
ἄσκευος — unfurnished masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄσκευον — ἄσκευος unfurnished masc/fem acc sg ἄσκευος unfurnished neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκεύοις — ἄσκευος unfurnished masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκεύου — ἄσκευος unfurnished masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκεύους — ἄσκευος unfurnished masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄσκευοι — ἄσκευος unfurnished masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτόσκευος — αὐτόσκευος, ον (AM) αυτός που δεν έχει κατασκευαστεί από τεχνίτη, άτεχνος, κακότεχνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο + σκευος < σκευή «εξοπλισμός» (πρβλ. άσκευος, ομόσκευος)] … Dictionary of Greek
ԱՆՊԱՃՈՅՃ — (ճուճի, ից.) NBH 1 0225 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 9c, 12c ա. εὑτελής, ἁκαλλώπιστος, ἅσκευος simplex, incultus, supellectilis expers Օտար ʼի պաճուճանաց կամ ʼի զարդուց, ʼի յօրինուածոց եւ ʼի հանդերձանաց սպասուց.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)