Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

προ-παρα-σκευή

  • 1 προ-παρα-σκευή

    προ-παρα-σκευή, , Vorbereitung, Sp.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > προ-παρα-σκευή

  • 2 προπαρασκευή

    προ-παρα-σκευή, , Vorbereitung

    Wörterbuch altgriechisch-deutsch > προπαρασκευή

  • 3 φέρω

    φέρω (Hom.+) impf. ἔφερον; fut. οἴσω J 21:18; Rv 21:26; 1 aor. ἤνεγκα, ptc. ἐνέγκας; 2 aor. inf. ἐνεγκεῖν (B-D-F §81, 2); pf. ἐνήνοχα (LXX, JosAs). Pass.: 1 aor. ἠνέχθην 2 Pt 1:17, 21a, 3 pl. ἐνέχθησαν Hs 8, 2, 1.
    to bear or carry from one place to another, w. focus on an act of transport
    lit.
    α. carry, bear (Aristoph., Ra. [Frogs] 27 τὸ βάρος ὸ̔ φέρεις; X., Mem. 3, 13, 6 φορτίον φέρειν; GrBar 12:1 κανίσκια ‘baskets’) ἐπέθηκαν αὐτῷ τὸν σταυρὸν φέρειν ὄπισθεν τοῦ Ἰησοῦ Lk 23:26 (s. σταυρός 1).—In imagery drawn from Gen 2 οὗ ξύλον φέρων καὶ καρπὸν αἱρῶν if you bear the tree (of the word) and pluck its fruit Dg 12:8. For Papias (3:2) s. 3a.
    β. bring with one, bring/take along (Diod S 6, 7, 8 γράμματα φέρων; GrBar 12:7 φέρετε ὸ̔ ἠνέγκατε ‘bring here what you have brought’, for the nuance of φέρετε s. 2a; PTebt 418, 9; 421, 6; 8) φέρουσαι ἃ ἡτοίμασαν ἀρώματα Lk 24:1. Cp. J 19:39.
    fig.
    α. carry a burden οὗτος τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν φέρει 1 Cl 16:4 (Is 53:4).
    β. bear a name τὸ ὄνομα τοῦ κυρίου bear the name of the Lord, i.e. of a Christian Pol 6:3 (cp. Just., D. 35, 6).
    γ. bear/grant a favor χάριν τινὶ φέρειν (Il. 5, 211; Od. 5, 307; cp. Aeschyl., Ag. 421f; but not Andoc., De Reditu 9 ‘express gratitude’) ἐλπίσατε ἐπὶ τὴν φερομένην ὑμῖν χάριν ἐν ἀποκαλύψει Ἰησοῦ Χριστοῦ hope for the favor that is being granted you in connection w. the revelation of Jesus Christ (i.e. when he is revealed) 1 Pt 1:13.
    to cause an entity to move from one position to another, w. focus on the presentation or effecting of someth.
    a thing bring (on), produce (GrBar 12:7 φέρετε ‘bring here’ [what you have brought with you, s. 1aβ])
    α. bring (to), fetch τὶ someth. Mk 6:27, 28 (ἐπὶ πίνακι. On the bringing in of a head at a banquet cp. Diog. L. 9, 58: the presence of a severed head did not necessarily disturb the mood at a meal. Appian, Bell. Civ. 4, 20, §81 relates concerning Antony that he had the head of Cicero placed πρὸ τῆς τραπέζης); Lk 13:7 D; 15:22 v.l. for ἐξ-; Ac 4:34, 37; 5:2; 2 Ti 4:13; B 2:5; MPol 11:2; Hs 8, 1, 16 (w. double acc., of obj. and pred.); 9, 10, 1; δῶρα GJs 1:2; 5:1. Pass. Mt 14:11a (ἐπὶ πίνακι); Hv 3, 2, 7; 3, 5, 3; Hs 8, 2, 1ab; 9, 4, 7; 9, 6, 5–7; 9, 9, 4f. τινί τι (JosAs 16:1 φέρε δή μοι καὶ κηρίον μέλιτος; ApcMos 6) someth. to someone Mt 14:18 (w. ὧδε); Mk 12:15. θυσίαν τῷ θεῷ 1 Cl 4:1 (s. Gen 4:3; cp. Just., A I, 24, 2 θυσίας). The acc. is supplied fr. the context Mt 14:11b; J 2:8a. The dat. and acc. are to be supplied οἱ δὲ ἤνεγκαν Mk 12:16; J 2:8b. φέρειν πρός τινα w. acc. of the thing to be supplied (X., Cyr. 8, 3, 47; Ex 32:2) Hs 8, 4, 3; 9, 10, 2. φ. τι εἰς (1 Km 31:12) Rv 21:24, 26. μή τις ἤνεγκεν αὐτῷ φαγεῖν; do you suppose that anyone has brought him anything to eat? J 4:33. S. φόρος.
    β. Fig. bring (about) (Hom.+; Mitt-Wilck. I/2, 284, 11 [II B.C.] αἰσχύνην; PTebt 104, 30; POxy 497, 4; 1062, 14; Jos., Vi. 93, C. Ap. 1, 319; SibOr 3, 417; Just., A I, 27, 5 [βλάβην]) τὸ βάπτισμα τὸ φέρον ἄφεσιν the baptism which brings (about) forgiveness B 11:1.
    a living being, animal or human, lead, bring
    α. animals (TestAbr A 2 p. 79, 8 [Stone p. 6] ἵππους; ibid. B 2 p. 106, 21 [Stone p. 60] μόσχον) Mk 11:2, 7 (πρός τινα); Lk 15:23; Ac 14:13 (ἐπὶ τ. πυλῶνας); GJs 4:3.
    β. people: bring or lead τινά someone ἀσθενεῖς Ac 5:16. κακούργους GPt 4:10. τινὰ ἐπὶ κλίνης (Jos., Ant. 17, 197) Lk 5:18. τινά τινι someone to someone Mt 17:17 (w. ὧδε); Mk 7:32; 8:22. Also τινὰ πρός τινα Mk 1:32; 2:3; 9:17, 19f. φέρουσιν αὐτὸν ἐπὶ τὸν Γολγοθᾶν τόπον 15:22 (TestAbr A 11 p. 88, 27 [Stone p. 24] ἐπὶ τὴν ἀνατολήν). ἄλλος οἴσει (σε) ὅπου οὐ θέλεις J 21:18.
    to cause to follow a certain course in direction or conduct, move out of position, drive, the pass. can be variously rendered: be moved, be driven, let oneself be moved
    lit., by wind and weather (Apollon. Rhod. 4, 1700; Chariton 3, 5, 1; Appian, Bell. Civ. 1, 62 §278 in spite of the storm Marius leaped into a boat and ἐπέτρεψε τῇ τύχῃ φέρειν let himself be driven away by fortune; Jer 18:14; PsSol 8:2 πυρὸς … φερομένου; TestNapht 6:5; Ar. 4, 2 ἄστρα … φερόμενα; Tat. 26, 1 τῆς νεὼς φερομένης) Ac 27:15, 17.Move, pass (s. L-S-J-M s.v. φέρω B 1) φέρεσθαι δὲ διʼ αὐτοῦ … ἰχῶρας foul discharges were emitted … through it (Judas’s penis) Papias (3:2).
    fig., of the Spirit of God, by whom people are moved (cp. Job 17:1 πνεύματι φερόμενος) ὑπὸ πνεύματος ἁγίου φερόμενοι 2 Pt 1:21b. Cp. Ac 15:29 D. τῇ πίστει φερόμενος ὁ Παῦλος AcPl Ha 5, 1. Of the impulse to do good Hs 6, 5, 7. Of the powers of evil (Ps.-Plut., Hom. 133 ὑπὸ ὀργῆς φερόμενοι; Jos., Bell. 6, 284; Ath. 25, 4) PtK 2 p. 14, 11; Dg 9:1; Hs 8, 9, 3.
    also of the wind itself (Ptolem., Apotel. 1, 11, 3 οἱ φερόμενοι ἄνεμοι; Diog. L. 10, 104 τ. πνεύματος πολλοῦ φερομένου; Quint. Smyrn. 3, 718) φέρεσθαι rush Ac 2:2.
    of various other entities: of fragrance φέρεσθαι ἐπί τινα be borne or wafted to someone (Dio Chrys. 66 [16], 6 ‘rush upon someone’) ApcPt 5:16.—Of writings (Diog. L. 5, 86 φέρεται αὐτοῦ [i.e. Heraclid. Pont.] συγγράμματα κάλλιστα; Marinus, Vi. Procli 38; cp. Arrian, Anab. 7, 12, 6 λόγος ἐφέρετο Ἀλεξάνδρου=a saying of Alexander was circulated) οὗ (=τοῦ Εἰρηναίου) πολλὰ συγγράμματα φέρεται of whom there are many writings in circulation EpilMosq 2.—Of spiritual development ἐπὶ τὴν τελειότητα φερώμεθα let us move on toward perfection Hb 6:1.
    to move an object to a particular point, put, place φέρειν τὸν δάκτυλον, τὴν χεῖρα put or reach out the finger, the hand J 20:27a (ὧδε), vs. 27b.
    to cause to continue in a state or condition, sustain, fig., of the Son of God φέρων τὰ πάντα τῷ ῥήματι τῆς δυνάμεως αὐτοῦ who bears up the universe by his mighty word Hb 1:3 (cp. Plut., Lucull. 6, 3 φέρειν τὴν πόλιν; Num 11:14; Dt 1:9).
    to afford passage to a place, lead to, of a gate, lead somewhere (cp. Hdt. 2, 122; Thu. 3, 24, 1 τὴν ἐς Θήβας φέρουσαν ὁδόν; Ps.-Demosth. 47, 53 θύρα εἰς τὸν κῆπον φέρουσα; SIG 1118, 5; POxy 99, 7; 17 [I A.D.]; 69, 1 [II A.D.] θύρα φέρουσα εἰς ῥύμην) τήν πύλην τὴν φέρουσαν εἰς τὴν πόλιν Ac 12:10 (X., Hell. 7, 2, 7 αἱ εἰς τὴν πόλιν φέρουσαι πύλαι; Diog. L. 6, 78 παρὰ τῇ πύλῃ τῇ φερούσῃ εἰς τὸν Ἰσθμόν; Jos., Ant. 9, 146).—See Fitzmyer s.v. ἄγω.
    to bring a thought or idea into circulation, bring, utter, make a word, speech, announcement, charge, etc. (TestAbr B 6 p. 110, 8/Stone p. 68 [ParJer 7:8] φάσιν ‘news’; Jos., Vi. 359, C. Ap. 1, 251; Just., A I, 54, 1 ἀπόδειξιν ‘proof’, A II, 12, 5 ἀπολογίαν), as a judicial expr. (cp. Demosth. 58, 22; Polyb. 1, 32, 4; PAmh 68, 62; 69; 72) κατηγορίαν J 18:29. Cp. Ac 25:7 v.l., 18 (Field, Notes 140); 2 Pt 2:11. Perh. this is the place for μᾶλλον ἑαυτῶν κατάγνωσιν φέρουσιν rather they blame themselves 1 Cl 51:2. διδαχήν 2J 10. ὑποδείγματα give or offer examples 1 Cl 55:1 (Polyb. 18, 13, 7 τὰ παραδείγματα). τοῦτο φέρεται ἐν this is brought out = this is recorded in EpilMosq 4.—Of a divine proclamation, whether direct or indirect (Diod S 13, 97, 7 τ. ἱερῶν φερόντων νίκην; Just., D. 128, 2 τοῦ πατρὸς ὁμιλίας [of the Logos]) 2 Pt 1:17, 18, 21a.
    to demonstrate the reality of someth., establish θάνατον ἀνάγκη φέρεσθαι τοῦ διαθεμένου the death of the one who made the will must be established Hb 9:16.
    to hold out in the face of difficulty, bear patiently, endure, put up with (X., An. 3, 1, 23; Appian, Samn. 10 §13 παρρησίαν φ.=put up with candidness, Iber. 78 §337; Jos., Ant. 7, 372; 17, 342; AssMos Fgm. j βλασφημίαν; Just., D. 18, 3 πάντα; Mel., HE 4, 26, 6 θανάτου τὸ γέρας) μαλακίαν 1 Cl 16:3 (Is 53:3). τὸν ὀνειδισμὸν αὐτοῦ (i.e. Ἰησοῦ) Hb 13:13 (cp. Ezk 34:29). τὸ διαστελλόμενον 12:20. εὐκλεῶς 1 Cl 45:5. Of God ἤνεγκεν ἐν πολλῇ μακροθυμίᾳ σκεύη ὀργῆς Ro 9:22. φῶς μέγα … ὥστε τοὺς ὀφθαλμοὺς μὴ φέρειν a light so bright that their eyes could not endure it GJs 19:2.
    to be productive, bear, produce of a plant and its fruits, lit. and in imagery (Hom. et al.; Diod S 9, 11, 1; Aelian, VH 3, 18 p. 48, 20; Jo 2:22; Ezk 17:8; Jos., Ant. 4, 100) Mt 7:18ab; Mk 4:8; J 12:24; 15:2abc, 4f, 8, 16; Hs 2:3f, 8.—B. 707. DELG. Schmidt, Syn. III 167–93. M-M. EDNT. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > φέρω

См. также в других словарях:

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… …   Dictionary of Greek

  • Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»