-
1 σκαφηφόρος
σκαφη-φόρος, eine Wanne, Schale tragend. In Athen hießen die μέτοικοι bes. σκαφηφόροι, weil sie bei den Festaufzügen der Panathenäen σκάφαι, Gefäße zum Opfern tragen mußten, wie ihre Frauen und Töchter ὑδρεῖα und σκιάδια; Dienst und Benennung galt als schimpflich, weil dies Geschäft sonst nur die Sklaven verrichteten -
2 σκαφη-φορέω
σκαφη-φορέω, ein σκαφηφόρος sein, eine Wanne, Schaale tragen, Harpocr. u. B. A. 304. S. Folgde.
-
3 σκαφη-φορία
σκαφη-φορία, ἡ, das Geschäft des σκαφηφόρος, B. A. 280.
-
4 σκαφηφορέω
σκαφη-φορέω, ein σκαφηφόρος sein, eine Wanne, Schale tragen -
5 σκαφηφορία
σκαφη-φορία, ἡ, das Geschäft des σκαφηφόρος
См. также в других словарях:
σκαφηφόρος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαφηφόρος — ο / σκαφηφόρος, ον, ΝΑ 1. αυτός που μεταφέρει σκάφη, λεκάνη ή δίσκο 2. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οι σκαφηφόροι άτομα τα οποία είχαν το τιμητικό λειτούργημα, στην πομπή τών Παναθηναίων, να φέρουν σκάφες, δηλ. σκεύη με προσφορές για την Αθηνά.… … Dictionary of Greek
σκαφηφόρους — σκαφήφορος carrier of masc acc pl σκαφηφόρος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαφηφόρων — σκαφήφορος carrier of masc gen pl σκαφηφόρος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαφηφόροι — σκαφηφόρος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαφηφόρον — σκαφηφόρος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαφέας — ο / σκαφεύς, έως, ΝΜΑ ο εργάτης που έχει ως κύριο έργο του το σκάψιμο, σκαφτιάς αρχ. σκαφηφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαφ τού σκάπτω (βλ. σκάβω) + κατάλ. εύς. Η λ. με τη σημ. σκαφηφόρος προήλθε κατ απόσπαση από το συνθ. σκαφηφόρος, με κατάλ. εύς] … Dictionary of Greek
σκαφηφορώ — έω, Α [σκαφηφόρος] είμαι σκαφηφόρος* («τὰς παρθένους τῶν μετοίκων σκιαδηφορεῑν ἐν ταῑς πομπαῑς ἠνήγκαζον, τοὺς δὲ ἄνδρας σκαφηφορεῑν», Αιλ.) … Dictionary of Greek
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek
σκαφηφορία — ἡ, ΝΑ [σκαφηφόρος] (στην αρχαία Αθήνα) το τιμητικό αξίωμα τών σκαφηφόρων … Dictionary of Greek