-
1 σκαφειον
τό1) заступ или мотыга Diod.2) (v. l. σκάφιον) вогнутое зеркало или зажигательное стекло(ἐξάπτειν τοῖς σκαφείοις Plut.)
-
2 σκαφείον
-
3 σκαφεῖον
-
4 σκαφεῖον
-
5 σκαφεῖον
-
6 σκαφεῖον [2]
-
7 σκαφείον
το см. σκαπάνη -
8 σκαφεῖον
σκᾰφ-εῖον, τό,A spade, hoe, mattock, Hyp.Dem.Fr.7, Clearch.65, IG11(2).144 A 84 (Delos, iv B.C.), PPetr.3p.109, al. (iii B.C.), PCair.Zen.164.2, al. (iii B.C.), Ph.Bel.90.2, D.S.4.31, IG22.1631.409; cf. σκάφιον (A) IV.2 prob. basin, ib.12.314.132, 22.1425.353.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκαφεῖον
-
9 σκαφείοις
σκαφεῖονspade: neut dat pl -
10 σκαφείου
σκαφεῖονspade: neut gen sg -
11 σκαφείων
σκαφεῖονspade: neut gen pl -
12 ἌΜη
ἌΜη, ἡ (VLL. ἐργαλεῖον ὀρυκτικόν Orion.; σκαφεῖον E. Gud., ὅτι πλατὺ ὃν ἅμα καὶ ὑφ' ἓν ἕλκει πολλά; nach Schol. Ar. Av. 1145 σιδηροῦν σκεῠος), 1) Schaufel, Hacke zum Graben; bei Xen. Cyr. 6, 2, 34 u. 36 zum Instandsetzen der Wege; Ael. H. A. 4, 27 zum Graben des Goldes; Aesch. 3, 122 verb. ἄμαι καὶ δίκελλαι; Phani. 4 (VI, 297) nennt sie φιλόδουπος; bei Ar. Pax 418 ἄμαις τοὺς λίϑους ἀφέλκετε, wozu 299 noch μοχλοὶ καὶ σχοινία genommen werden; Av. 1145 zum Ausstechen des Lehms. – 2) Wassereimer, Tonne, Plut. de Sol. anim. 5 ἄμαις καὶ σκάφαις ἀρύσασϑαι, wie wir: aus dem Vollen schöpfen. – 3) Harke, Geop.; die Bdtg Sichel scheint von den alten Etym. aus ἀμάω gefolgert. Bei Aesch. hat Bekk. ἅμη.
-
13 σκαφιον
1) мотыга или заступ Plut.2) таз, миска Arph.3) зажигательное стекло(Plut. - v. l. σκαφεῖον)
4) скифская стрижка, т.е. чуб на макушке выбритой головыσ. ἀποκεκαρμένος или σ. ἀποτετιλμένος Arph. — с чубом на бритой голове
-
14 σκαφεία
-
15 σκαφεῖα
-
16 σκαφείω
-
17 σκαφείῳ
-
18 σκάφιον
A small bowl or basin, Thphr.CP4.16.3, PLond.2.402 ii 13 (ii B.C.), PHamb.10.36 (ii A.D.), etc.; used in baths, Lyc. ap. Ath.11.501f; small cup, Phylarch. 44 J., Inscr.Délos 442 B 43, al. (ii B.C.).II a fashion of haircutting (borrowed from the Scythians), in which the hair was cut close off round the head, so as to leave it only on the crown, which then looked like a bowl,σκάφιον ἀποκεκαρμένη Ar.Th. 838
;σ. ἀποτετιλμένος Id.Av. 806
: hence,c name of a bandage for the head, Sor.Fasc.3.III in pl., = ἰσχία, τά, Poll.2.183.IV = σκαφεῖον 1, Hp.Fract.8.------------------------------------Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκάφιον
-
19 σκάφος
A digging, hoeing, τότε δὴ σ. οὐκέτι οἰνέων the time for hoeing vines, Hes.Op. 572;ὁ δεύτερος σ. τῶν νέων ἀμπέλων Gp. 3.4.5
.------------------------------------A hull of a ship, Hdt.7.182, Th.1.50;ἐν μέσῳ σκάφει S.Tr. 803
;ὑπτιοῦτο δὲ σκάφη νεῶν A.Pers. 419
; ναυτικὰ ς. S.Aj. 1278;Ἀργοῦς σκάφος E.Med.1
; ναὸς or νεὼς ς., poet. = ναῦς, Id.IT 1345, al.: generally, ship, οὐδ' ἐπόντισε ς. A.Ag. 1013 (lyr.), cf. Supp. 440, Ar.Ach. 541, D.9.69, BGU1755.4 (i B.C.), etc.;σκάφευς ἀνάσσων Alcm.72
(nisi leg. Καφεύς = Κηφεύς): metaph., πόλεως ς. the ship of the state, Ar.V.29.b τὸ ἴδιον κυβερνῆσαι ς. 'paddle one's own canoe', Phld.Rh.2.294 S.II = σκαφεῖον, AP6.21.7. -
20 συναιρέω
A grasp or seize together,Χλαῖναν μὲν συνελὼν καὶ κώεα Od.20.95
; seize at once,πάντα ξυνῄρει ἡ νόσος Th.2.51
; of the mind, λογισμῷ τὸ πρᾶγμα ς. Plu.Lys.22:—[voice] Med., συνελόμενος σκαφεῖον seizing a mattock, PPetr.2p.59 (cf. 3 p.xiii, iii B.C.):—[voice] Pass., to be brought together, Arist.SE 181b33; so εἰς ἓν λογισμῷ συναιρούμενον to a unity brought together by reasoning, Pl.Phdr. 249c; τὸ φιλεῖν καὶ τὸ μισεῖν.. συνῄρηται are taken into account, Arist.Rh. 1354b9 (nisi leg. συνήρτηται): hence δεῖ συναιρεῖν ἐκ πάντων τούτων ὅτι.. from all this we should collect, infer that.., Procl. in Prm.p.492 S.2 bring into small compass, shorten,τὸν Χρόνον D.S.17.116
:—[voice] Pass., συναιρεῖσθαι εἰς ἥμισυ to be halved, Ascl.Tact.2.1; to be contracted, τὰ τῶν Ἀθηναίων ταχὺ ξυναιρεθήσεσθαι (v.l. ξυναναιρ-) Th.8.24;ὁ περίβολος τῆς πόλεως.. νῦν.. καὶ μᾶλλον ἔτι συνῄρηται Plb.10.11.4
.b esp. of speaking, ξυνελὼν λέγω concisely, briefly, in a word, Th.2.41, cf. 1.70;ὡς συνελόντι εἰπεῖν X.An.3.1.38
, Mem.3.8.10, etc.;συνελόντι φάναι Gal.16.502
; so συνελόντι alone, Is.4.22;συνελόντι ἁπλῶς D.4.7
;συνελόντες τὰ ἐν μέσῳ Luc.Phal.1.6
;συνελεῖν [λόγον] εἰς βραχὺ κεφάλαιον Gal.15.754
.c Gramm., contract,τὸ ε ¯ καὶ τὸ ᾱ A.D. Pron.99.24
; of the accent of compounds, Id.Synt.304.8.II make away with, destroy all trace of, annihilate,ἀμφοτέρας δ' ὀφρῦς σύνελεν λίθος Il.16.740
(but perh. = συνέχεε καὶ εἰς ἓν συνήγαγεν, as Sch. ad. loc.): metaph., make an end of, σ. τὰς ἀσπίδας abolished them, D.S.15.44; , cf. 37.13, 50.35;συνῃρηκὼς ὥρᾳ μιᾷ Χρόνου μήκιστον.. πόλεμον Plu.Lys.11
;ὡς ἡμέραις δυσὶ συναιρήσων τὴν πολιορκίαν Id.Sert.13
; diminish a measurement,τινὶ μέτρῳ προσλιπεῖν ἢ συνελεῖν IG7.3073.24
(Lebad., ii B.C.):—[voice] Pass.,τοῦ πρώτου τῶν Καρχηδονίων πολέμων ἔτει δευτέρῳ καὶ εἰκοστῷ συναιρεθέντος Plu.Marc.3
; τοῦ πλήθους ἤδη συνῃρημένου the congestion having been reduced or ended, Gal.16.499.b annihilate, make short work of a distance,ταχὺ σ. πολλὴν ὁδόν Plu. 2.759d
:—[voice] Pass.,τὸ διάστημα ταχέως ὑπὸ προθυμίας τῶν ἐλαυνόντων συνῄρητο Id.Lys.11
.2 help to take or conquer,τὴν Σύβαριν Hdt. 5.44
; βουλόμενοι σφίσι.. ξυνελεῖν (v.l. for ξυνεξ-) αὐτόν wishing that he should help them to conquer, Th.2.29.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συναιρέω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σκαφεῖον — spade neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαφεῖα — σκαφεῖον spade neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαφείοις — σκαφεῖον spade neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαφείου — σκαφεῖον spade neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαφείων — σκαφεῖον spade neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαφείῳ — σκαφεῖον spade neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαφείδιον — τὸ, Α [σκαφεῑον] 1. (υποκορ. τ. τού σκαφεῑον) μικρό λισγάρι 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «σκαφείδιον, ή δίκελλα, διαφέρει τοῡ σκαφίδιον, τὸ πλοιάριον» … Dictionary of Greek
σκαφείο — το / σκαφεῑον, ΝΑ εργαλείο για σκάψιμο, σκαπάνη, αξίνα αρχ. 1. κοίλο σφαιρικό κάτοπτρο με το οποίο άναβαν το ιερό πυρ οι Εστιάδες παρθένες από τις ηλιακές ακτίνες («ἀνάπτοντας ἀπὸ τοῡ ἡλίου φλόγα καθαρὰν... ἐξάπτουσι δὲ μάλιστα τοῑς σκαφείοις»,… … Dictionary of Greek
скафа — скребок для оскабливания овчины , херсонск. (Даль). Едва ли заимств. из греч. σκάφος ср. р. резец, кирка , σκαφεῖον, σκαφίον – то же, свидетельства которого мне неизвестны из новогреческого и которое отличается также по знач., вопреки Бодуэну де… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
επισκαφείον — ἐπισκαφεῑον, τὸ (Α) σκαλιστήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σκαφείον (< σκάφη)] … Dictionary of Greek
σκάφιον — τὸ, Α 1. μικρό πλοιάριο («ὁ δὲ πάκτων διὰ σκυταλίδων πεπηγός ἐστι σκάφιον», Στράβ.) 2. μικρή σκάφη, λεκάνη ή αγγείο που χρησιμοποιούσαν στα λουτρά («ἀπὸ τῶν ὀμφαλῶν τῶν ἐν ταῑς γυναικείας πυέλοις, ὅθεν τοῑς σκαφίοις ἀρύουσι», Λυκόφρ.) 3. μικρό… … Dictionary of Greek