Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

σκαφεῖον

См. также в других словарях:

  • σκαφεῖον — spade neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαφεῖα — σκαφεῖον spade neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαφείοις — σκαφεῖον spade neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαφείου — σκαφεῖον spade neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαφείων — σκαφεῖον spade neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαφείῳ — σκαφεῖον spade neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαφείδιον — τὸ, Α [σκαφεῑον] 1. (υποκορ. τ. τού σκαφεῑον) μικρό λισγάρι 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «σκαφείδιον, ή δίκελλα, διαφέρει τοῡ σκαφίδιον, τὸ πλοιάριον» …   Dictionary of Greek

  • σκαφείο — το / σκαφεῑον, ΝΑ εργαλείο για σκάψιμο, σκαπάνη, αξίνα αρχ. 1. κοίλο σφαιρικό κάτοπτρο με το οποίο άναβαν το ιερό πυρ οι Εστιάδες παρθένες από τις ηλιακές ακτίνες («ἀνάπτοντας ἀπὸ τοῡ ἡλίου φλόγα καθαρὰν... ἐξάπτουσι δὲ μάλιστα τοῑς σκαφείοις»,… …   Dictionary of Greek

  • скафа — скребок для оскабливания овчины , херсонск. (Даль). Едва ли заимств. из греч. σκάφος ср. р. резец, кирка , σκαφεῖον, σκαφίον – то же, свидетельства которого мне неизвестны из новогреческого и которое отличается также по знач., вопреки Бодуэну де… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • επισκαφείον — ἐπισκαφεῑον, τὸ (Α) σκαλιστήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σκαφείον (< σκάφη)] …   Dictionary of Greek

  • σκάφιον — τὸ, Α 1. μικρό πλοιάριο («ὁ δὲ πάκτων διὰ σκυταλίδων πεπηγός ἐστι σκάφιον», Στράβ.) 2. μικρή σκάφη, λεκάνη ή αγγείο που χρησιμοποιούσαν στα λουτρά («ἀπὸ τῶν ὀμφαλῶν τῶν ἐν ταῑς γυναικείας πυέλοις, ὅθεν τοῑς σκαφίοις ἀρύουσι», Λυκόφρ.) 3. μικρό… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»