-
1 σκαφετός
σκᾰφ-ετός, ὁ,A hoeing, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκαφετός
-
2 σκαφητός
σκᾰφ-ητός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκαφητός
См. также в других словарях:
σκαφετός — ὁ, Α η σκαφή, το σκάψιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαφ τού σκάπτω (βλ. σκάβω) + επίθημα ετός (πρβλ. παγ ετός)] … Dictionary of Greek
σκάβω — σκάπτω, ΝΜΑ, και σκάφτω Ν 1. χτυπώ με ειδικό εργαλείο το έδαφος και αναστρέφω το χώμα για διάνοιξη ορύγματος ή προκειμένου να καλλιεργήσω τη γη (α. «για το φτωχό ασπρομάλλη πο σκαψε κάμπους και βουνά, δυο πήχες τόπο μοναχά, τώρα θα σκάψουν άλλοι» … Dictionary of Greek