-
1 σκαφετός
σκᾰφ-ετός, ὁ,A hoeing, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκαφετός
См. также в других словарях:
σκαφετός — ὁ, Α η σκαφή, το σκάψιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαφ τού σκάπτω (βλ. σκάβω) + επίθημα ετός (πρβλ. παγ ετός)] … Dictionary of Greek