Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

σκαρ-ίζω

См. также в других словарях:

  • σπαρίζω — Α αναπηδώ, τινάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπαίρω «σφαδάζω, σπαρταρώ» + κατάλ. ίζω (πρβλ. σκαρ ίζω: σκαίρω)] …   Dictionary of Greek

  • ασκαρίζω — ἀσκαρίζω (Α) σκαρίζω*, σκιρτώ, χοροπηδώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < α (προθετικό) (πιθ. αναλογικά προς το ρ. ασπαίρω) + σκαρ , σκαίρω «χοροπηδώ, σκιρτώ, χορεύω» + (κατάλ.) ίζω] …   Dictionary of Greek

  • σκαρίζω — ΝΜΑ νεοελλ. 1. (για βοσκήματα) βγαίνω σε βοσκή 2. βγάζω κοπάδι σε βοσκή 3. μτφ. διασκορπίζομαι μσν. αρχ. αναπηδώ, σκιρτώ («ὥσπερ τι μέρος ἑρπετοῡ ἔτι σκαρίζοντος», Γεωπ.) αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «σκαρίζεται ταράσσεται βράζει». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαρ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»