Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

σκαρφαλώνω

  • 1 лазить

    лазить (карабкаться) σκαρφαλώνω· \лазить по деревьям σκαρφαλώνω στα δέντρα
    * * *
    ( карабкаться) σκαρφαλώνω

    ла́зить по дере́вьям — σκαρφαλώνω στα δέντρα

    Русско-греческий словарь > лазить

  • 2 лезть

    лезу, лезешь, παρλθ. χρ. лез, -ла, -ло; προστκ. лезь ρ.δ.
    1. αναρριχιέμαι, σκαρφαλώνω•

    лезть на дерево σκαρφαλώνω στο δέντρο•

    лезть на скалы σκαρφαλώνω στα βράχια.

    || κατεβαίνω αγκιστρωνόμενος.
    2. διαπερνώ, εισδύω, μπαίνω έρποντας εξέρχομαι, βγαίνω έρποντας. || μπαίνω•

    лезть в ванну μπαίνω στη μπανιέρα.

    3. εισδύω, μπιχίνω για να κλέψω βάζω για να. κλέψω•

    лезть в чужой карман κλέβω από τη τσέπη.

    4. βάζω το χέρι•

    лезть в ящик βάζω το χέρι στο κιβώτιο ή στο συρτάρι.

    5. εισχωρώ, μπαίνω•

    гвозди в стенку не -зут τα•καρφιά δε μπαίνουν στον τοίχο.

    6. βγαίνω ανάμεσα από στενό μέρος.
    7. προσβάλλω συνεχώς, χτυπώ, ερεθίζω (για ήχους, μυρουδιά κ.τ.τ.).
    8. μτφ. επιδιώκω, επιζητώ να συμμετάσχω (σε μάχη, καβγά κ.τ.τ.). || απευθύνομαι, ενοχλώ. || επεμβαίνω•

    лезть не в своё дело δεν έχεις κανένα δικαίωμο. να επεμβαίνεις.

    9. επιδιώκω μεγάλα αξιώματα•

    в генералы -зет στρο:τηγός βάλθηκε να γίνει.

    10. πέφτω, μαδιέμαι (για μαλλιά).
    11. ξεφτίζομαι (για υφάσματα).
    εκφρ.
    лезть в бутылку – αγανακτώ, θυμώνω χωρίς αιτία•
    лезть в ή на глаза – προσπαθώ να φαίνομαι, να διακρίνομαι, να επιδείχνομαι•
    лезть в голову – συνέχεια μού ρχεται στο νου, δε μου βγαίνει από το μυαλό•
    лезть в чью душу – επεμβαίνω σε ξένες υποθέσεις, ζητήματα, αισθήματα κ.τ.τ. лезть на стену γίνομαι έξαλλος, έξω φρενών•
    не -зет в горло ή в рот – δεν κατεβαίνει στο λαιμό (δε μου τραβάει, δεν έχω όρεξη)•
    не лезть за словом в карман – έχω έτοιμη την απάντηση, είμαι ετοιμόλογος.

    Большой русско-греческий словарь > лезть

  • 3 влезать

    влезать, влезть 1) μπαίνω·σκαρφαλώνω (наверх ) χώνομαι (внутрь ) 2) (уместиться ) χωρώ
    * * *
    = влезть
    1) μπαίνω; σκαρφαλώνω ( наверх); χώνομαι ( внутрь)
    2) ( уместиться) χωρώ

    Русско-греческий словарь > влезать

  • 4 карабкаться

    Русско-греческий словарь > карабкаться

  • 5 лезть

    лезть 1) (наверх) σκαρφαλώνω 2) (входить) μπαίνω 3) (о волосах, мехе) πέφτω
    * * *
    1) ( наверх) σκαρφαλώνω
    2) ( входить) μπαίνω
    3) (о волосах, мехе) πέφτω

    Русско-греческий словарь > лезть

  • 6 взбираться

    взбираться
    несов ἀναρριχῶμαι, σκαρφαλώνω:
    \взбираться на гору σκαρφαλώνω (или ἀνεβαίνω) στό βουνό.

    Русско-новогреческий словарь > взбираться

  • 7 влезать

    влезать
    несов, влезть сов
    1. (вскарабкиваться) σκαρφαλώνω, ἀναρριχιέμαι, ἀνεβαίνω:
    \влезать на дерево σκαρφαλώνω στό δέντρο·
    2. (проникать) εἰσχωρώ, διεισδύω, μπαίνω, χώνομαι:
    \влезать в окно́ μπαίνω ἀπ· τό παράθυρο· \влезать в грязь χώνομαι στή λάσπη·
    3. (умещаться внутри чего-л.) разг χωρώ:
    все книги влезли в ящик ὅλα τά βιβλία χώρεσαν στήν κάσσα· ◊ \влезать в долги κα-ταχρεώνομαι.

    Русско-новогреческий словарь > влезать

  • 8 лазить

    лазить
    несов (взбираться) σκαρφαλώνω:
    \лазить по деревьям σκαρφαλώνω στά δέντρά ◊ \лазить по карманам κλέβω ἀπό τήν τσέπη, εἶμαι πορτοφολάς.

    Русско-новогреческий словарь > лазить

  • 9 лезть

    лезть
    несов
    1. (наверх) σκαρφαλώνω, ἀναρριχιέμαι:
    \лезть на Λέρεβο σκαρφαλώνω στό δένδρο· \лезть на гору ἀνεβαίνω στό βουνό·
    2. (входить) εἰσέρχομαι, μπαίνω / είσδύω, είσχωρῶ (проникать)! διολισθαίνω, γλιστρώ, χώνομαι (в узкое место):
    \лезть в воду μπαίνω στό νερό·
    3. (вмешиваться во что-л.) разг χώνομαι, ἀνακατεύομαι, ἀνακατώνομαι:
    \лезть не в свое дело χώνω τήν μύτη μου ἐκεῖ πού δέν πρέπει·
    4. (о волосах, мехе и т. п.) πέφτω, πίπτω:
    полосы лезут πέφτουν τά μαλλιά μου·
    5. (быть впору, подходить по размерим) разг μπαίνω, χωράω:
    фуражка не лезе-ι ему на голову τό κασκέτο δέν τοϋ χωράει στό κεφάλι· ◊ \лезть из кожи вон κάνω τό πᾶν, καταβάλλω μεγάλες προσπάθειες, βάζω ὅλα μου τά δυνατά· \лезть на рожо́н διακινδυνεύω, ριψοκινδυνεύω· он в карман за словом не лезет ἔχει τήν ἀπάντηση ἐτοιμη· \лезть в голову μοθ μπαίνει στό κεφάλι.

    Русско-новогреческий словарь > лезть

  • 10 взлезть

    -езу, -езешь, παρλθ. χρ. взлез, -ла, -ло, προστκ. взлезь ρ.σ. αναρριχιέμαι, σκαρφαλώνω•

    взлезть на дерево σκαρφαλώνω στο δέντρο.

    Большой русско-греческий словарь > взлезть

  • 11 влезть

    -зу, -зешь, παρλθ. χρ. влез, -ла, -ло, προστκ. влезь ρ.σ.
    1. σκαρφαλώνω, αναρριχώμαι, ανέρπω•

    влезть на дерево, на мачту, на крышу σκαρφαλώνω στο δέντρο, στο κατάρτι, στη στέγη.

    2. εισχωρώ, εισδύω, μπαίνω μέσα από στενό μέρος•

    влезть в нору μπαίνω στην κρύπτη•

    влезть воры -ли в дом οι κλέφτες μπήκαν στο σπίτι.

    || λαθροχειρώ•

    влезть в чужой карман κλέβω από τη τσέπη.

    3. παρεισδύω, παρεισέρχομαι., τρυπώνω, παρεισφρέω•

    влезть в кампанию χώνομαι (μπαίνω)με τρόπο στην παρέα.

    4. χωρώ•

    все белье в чемодан не -ет όλα τα εσώρουχα στή βαλίτσα δε χωρούν.

    5. μπαίνω, χωρώ•

    сапоги не -ли οι μπότες δεν μπήκαν, δε μου χώρεσαν (στο πόδι).

    εκφρ.
    не -ешь у кого-н. – δεν μπορείς να μπεις στη σκέψη κάποιου•
    сколько -ет – όσο χωράει• όσο θέλεις.

    Большой русско-греческий словарь > влезть

  • 12 забраться

    -берусь, -берешься, παρλθ. χρ. забрался
    -бралась, -бралось
    ρ.σ.
    1. σκαρφαλώνω• εισχωρώ, χώνομαι, εισδύω•

    забраться на самую верхушку дерева σκαρφαλώνω ως την ψηλότερη κορυφή του δέντρου•

    воры -лись в комнату через окно οι κλέφτες μπήκαν στο δωμάτιο από το παραθύρι.

    || διαπερνώ, μπαίνω-(για άνεμο, βροχή, χιόνι κ.τ.τ.).
    2. φεύγω μακριά. || κρύβομαι•

    забраться в глубокое•, подполье μπαίνω σε βαθιά παρανομία.

    Большой русско-греческий словарь > забраться

  • 13 залезть

    -езу, -езешь, παρλθ. χρ. залез, -ла, -ло, προστκ. залезь ρ.σ.
    1. σκαρφαλώνω, αναρριχιέμαι•

    залезть на мачту, на дерево σκαρφαλώνω στο κατάρτι, στο δέντρο.

    2. σέρνομαι, έρπω• χώνομαι, κρύβομαι. || φορώ• ποδένω•

    залезть в халат φορώ τη ρόμπα•

    залезть в отцовские сапоги φορώ τις μπότες του πατέρα.

    3. εισχωρώ, διεισδύω κρυφά, τρυπώνω, χώνομαι•

    воры -ли в чулан οι κλέφτες μπήκαν στο κελάρι.

    || κλέβω, λαθροχειρώ•

    залезть в карман κλέβω αποτη τσέπη.

    || μπαίνω, εισέρχομαι, ανεβαίνω•

    -в трамвай μπαίνω στο τραμ.

    Большой русско-греческий словарь > залезть

  • 14 слазить

    слажу, слазишь
    ρ.σ.
    1. σκαρφαλώνω• κατεβαίνω, κατέρχομαι•

    слазить на чердак σκαρφαλώνω στη σοφίτα•

    слазить в погреб κατεβαίνω στο υπόγειο.

    2. βάζω, χώνω•

    слазить в сумку βάζω το χέρι στην τσάντα.

    слажу, слазишь
    ρ.σ. (διαλκ, κ. απλ.)•
    βλ. слезать.

    Большой русско-греческий словарь > слазить

  • 15 взгромождаться

    взгромождать||ся
    (на что-л.) ἀναρριχῶμαι, σκαρφαλώνω, κουρνιάζω.

    Русско-новогреческий словарь > взгромождаться

  • 16 вползать

    вползать
    несов, вползти сов
    1. (внутрь) μπαίνω ἐρποντας, πλησιάζω σερνόμενος, γλυστρώ·
    2. (наверх) ἀναρριχώ-μαι, ἀνεβαίνω, σκαρφαλώνω Ερποντας.

    Русско-новогреческий словарь > вползать

  • 17 вскарабкаться

    вскарабкаться
    сов, вскарабкиваться несов σκαρφαλώνω, ἀναρριχδμαι.

    Русско-новогреческий словарь > вскарабкаться

  • 18 вставать

    вставать
    несов
    1. (подниматься на ноги) σηκώνομαι, ἐγείρομαι, σηκώνομαι ὀρθιος:
    \вставать из-за стола σηκώνομαι ἀπ· τό τραπέζι·
    2. (на что-л.) ἀνεβαίνω, σκαρφαλώνω·
    3. перен (на защиту и т. п.) ὁρθώνομαι, ξεσηκώνομαι, ἀνίσταμαι, ὀρθοῦμαι·
    4. (о солнце) ἀνατέλλω, βγαίνω·
    5. (возникать) παρουσιάζομαι, ἐμφανίζομαι, ἐγείρομαι·
    6. (наступать на что-л.) πατώ, στέκω, πατώ τό πόδι μου:
    \вставать на ковер πατώ στό χαλί·
    7. (останавливаться) σταματώ· ◊ \вставать на учет ἐγγράφομαι· \вставать с левой йоги ξυπνώ ἄκε-φος· \вставать на чьем-л. пути μπαίνω ἐμπόδιο.

    Русско-новогреческий словарь > вставать

  • 19 забираться

    забираться
    несов
    1. (проникать) μπαίνω, χώνομαι·
    2. (взбираться) χώνομαι, σκαρφαλώνω.

    Русско-новогреческий словарь > забираться

  • 20 залезать

    залезать
    несов, залезть сов
    1. (взбираться) ἀναρριχιέμαι, ἀναρριχώμαι («о гору и т. п.) / σκαρφαλώνω (надерево)·
    2. (прятаться) κρύβομαι:
    \залезать в кусты κρύβομαι στους θάμνους·
    3. (внутрь) μπαίνω, χώνομαι / διεισδύω, τρυπώνω (тайком):
    \залезать в чужу́ю ко́миату τρυπώνω σέ ξένο δωμάτιο· ◊ \залезать в долги́ χώνομαι στά χρέη.

    Русско-новогреческий словарь > залезать

См. также в других словарях:

  • σκαρφαλώνω — σκαρφαλώνω, σκαρφάλωσα, σκαρφαλωμένος βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σκαρφαλώνω — Ν ανεβαίνω σε ψηλό ή δυσπρόσιτο μέρος χρησιμοποιώντας τα χέρια και τα πόδια μου, αναρριχώμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί από τα ρ. σκαλώνω και καρφώνω με συμφυρμό] …   Dictionary of Greek

  • σκαρφαλώνω — σκαρφάλωσα, σκαρφαλωμένος, αναρριχιέμαι, ανεβαίνω: Σκαρφάλωσε στην κορυφή του δέντρου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δυσκολοσκαλώνω — σκαρφαλώνω δύσκολα …   Dictionary of Greek

  • αιγίλιψ — αἰγίλιψ ( ιπος), ο, η (Α) τόπος όπου δεν σκαρφαλώνουν ούτε κατσίκια, επομένως απόκρημνος, απότομος. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετη λ. από αἰγι (< αἴξ, αἰγὸς) και λιψ. Το β συνθ. συνδέεται πιθ. με την ΙΕ ρίζα *leip, που σημαίνει («αλείφω» και) «σκαρφαλώνω,… …   Dictionary of Greek

  • αίρω — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα. * * * (Α αἴρω και ποιητ. ἀείρω) 1. σηκώνω, υψώνω 2. σηκώνω κάτι και τό κρατώ… …   Dictionary of Greek

  • αγγριφώνω — [αγγρίφι] 1. κυρτώνω κάτι σαν άγκιστρο, καμπυλώνω 2. αναρριχώμαι, σκαρφαλώνω 3. αγγριφίζω* …   Dictionary of Greek

  • ανέρπω — ἀνέρπω (Α) 1. ανεβαίνω έρποντας, σκαρφαλώνω 2. ξεπηδώ, αναβλύζω …   Dictionary of Greek

  • αναθέω — ἀναθέω (Α) 1. τρέχω προς τα επάνω, αναρριχώμαι, σκαρφαλώνω 2. (για φυτά) ξαναβλασταίνω 3. ανατρέχω, τρέχω προς τα πίσω, ξαναγυρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + θέω] …   Dictionary of Greek

  • αναλέγω — (Α ἀναλέγω, Μ ἀναλέγομαι) [λέγω (ΙΙ)] μσν. νεοελλ. εκλέγω, διαλέγω νεοελλ. Ι. ενεργ. 1. τυλίγω, περιτυλίγω 2. μαλώνω, επιπλήττω 3. διανύω, ανεβαίνω, σκαρφαλώνω, τρέχω ΙΙ. μέσ. 1. διηγούμαι, εξιστορώ 2. αναλογίζομαι, σκέφτομαι 3. αισθάνομαι τάση… …   Dictionary of Greek

  • αναρριχώμαι — (Α ἀναρριχῶμαι, άομαι) ανεβαίνω, σέρνομαι σε κατακόρυφη ή δύσβατη επιφάνεια, σκαρφαλώνω νεοελλ. 1. (για φυτά) ανεβαίνω και απλώνω τα κλαδιά σε δέντρο ή τοίχο 2. μτφ. ανέρχομαι διαδοχικά σε αξιώματα με ανέντιμα μέσα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παλαιό …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»